Το προϊστορικό σπήλαιο "Σαρακινό"
Στο 103ο χλμ της εθνικής οδού Αθηνών – Λαμίας και 300 μ. δυτικά του κόμβου Ακραιφνίου – Αλιάρτου ψηλά στον πετρώδη λόφο που ορθώνεται στα βόρεια του παράλληλου αγροτικού δρόμου, βρίσκεται ένα από τα ομορφότερα σπήλαια της Στερεάς Ελλάδος και σίγουρα το σημαντικότερο της Βοιωτίας. Πρόκειται για το σπήλαιο του Σαρακηνού ή Σαρακινό ή Σαρακίνικο.
Βρίσκεται σε υψόμετρο 190 μ., δηλαδή 100 μ. πάνω από τη σημερινή πεδιάδα. Πρόκειται για σπήλαιο μεγάλων διαστάσεων, έκτασης 3.000 τ.μ., με μεγάλη σε μήκος (30 μ.) και ύψος τοξωτή είσοδο που εξασφαλίζει φυσικό φωτισμό, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για κατοίκηση, αποθή-κευση, ενταφιασμό κ.λπ., με υπέροχη θέα στην Κωπαΐδα και ευρήματα ηλικίας 40.000 ετών.
Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο ότι στο σπήλαιο αυτό η κατοίκηση συνεχίστηκε αδιάλειπτα μέχρι το 1600 π.Χ. και αποτελεί στην κυριολεξία μνημείο της ανθρώπινης παρουσίας στον πλανήτη. Όπως και τα άλλα σπήλαια της Κωπαΐδας, είχε χρησιμοποιηθεί επί μακρό χρόνο για σταυλισμό ζώων και οι αποθέσεις κοπριάς στην επιφάνειά του ήταν πολύ μεγάλες πριν την έναρξη των ανασκαφών.
Η ανάβαση στο σπήλαιο είναι αρκετά δύσκολη και πολύ περισσότερο αφού πρέπει να μεταφερθεί και ο απαραίτητος για την ανασκαφή εξοπλισμός (καρότσια, τσαπιά, γεννήτριες κ.λπ.). Από το 2005 ο Πολιτιστικός Σύλλογος και οι πολίτες του Ακραιφνίου διευκόλυναν το έργο των ερευνητών φτιάχνοντας γέφυρα στο κανάλι, σκαλοπάτια με κάγκελα στον δύσβατο βράχο και περίφραξη στο σπήλαιο, με χρηματοδότηση από την ΛΑΡΚΟ (σκαλοπάτια) και την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία (περίφραξη).
Ανασκαφή στο σπήλαιο Σαρακηνού άρχισε ο Θ. Σπυρόπουλος (1973), ο οποίος είχε αναφέρει πλούσια ευρήματα της Μεσοελλαδικής (ΜΕ), Πρωτοελλαδικής (ΠΕ) και Νεολιθικής περιόδου. Ωστόσο, ουδέποτε έγινε δημοσίευση των ευρημάτων που φυλάσσονται στις αποθήκες του μουσείου Θηβών και έχουν χάσει τις ενδείξεις τους λόγω παρέλευσης χρόνου, ενώ βρίσκονται χωρίς context.
Το 1994 στην περιοχή της Κωπαΐδας άρχισε και συνεχίζεται ακόμη το Πρόγραμμα Κωπαΐδας (Κοpais Project, το οποίο περιλαμβάνει και την ανασκαφή του σπηλαίου Σαρακηνού. Η ανασκαφή στο σπήλαιο (Εφορεία Σπηλαιολογίας Παλαιοανθρωπολογίας Νότιας Ελλάδας) με υπεύθυνο ανασκαφέα τον καθηγητή Αδαμάντιο Σάμψων συνεχίστηκε μέχρι το 1996, οπότε και σταμάτησε για δύο χρόνια. Κατά την διάρκεια αυτής της ανασκαφικής περιόδου ερευνήθηκαν οι Τομές Α και Γ, ενώ προχώρησε σε βάθος η Τομή Β (ανασκαφή Θ. Σπυρόπουλου). Οι ανασκαφικές εργασίες άρχισαν πάλι το 1999, με τη βοήθεια των φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ το 2000 τέθηκαν υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Αυτά τα δύο χρόνια οι Τομές προχώρησαν σε βάθος, ενώ μία επέκταση της Τομής Β αποκάλυψε το βραχώδες στρώμα της Παλαιολιθικής Εποχής.
Κατά τη διάρκεια του νέου κύκλου ανασκαφών που άρχισε το 2004 ανοίχτηκαν οι Τομές Δ,Ε,Ζ και Η, ενώ από το 2010 ενοποιήθηκαν όλες οι Τομές σε μία μεγάλη των 300 τετραγωνικών μέτρων. Το πρόγραμμα υποστηρίζεται από διεπιστημονική ομάδα έρευνας που εφαρμόζει σύγχρονες μεθόδους τεκμηρίωσης όσον αφορά τις ραδιοχρονολογήσεις και την μελέτη των βιουπολειμμάτων (οστά, άνθρακας, παλαιογύρη).
Η ιδιαιτερότητα της ανασκαφής του Σαρακηνού οφείλεται στο ότι σε ένα εκτεταμένο ενιαίο χώρο ανασκάπτονται ταυτόχρονα εδαφικά στρώματα - στην πλειοψηφία τους αδιατάραχτα - από όλες τις αρχαιολογικές εποχές, τα οποία δίνουν πολύτιμες πληροφορίες όχι μόνο για την ανθρώπινη παρουσία και τις δραστηριότητες μέσα στο σπήλαιο, αλλά και για τις γεωλογικές και τις περιβαλλοντικές αλλαγές που συντελέστηκαν όλα αυτά τα χιλιάδες χρόνια έως και την Παλαιολιθική Εποχή.
Παλαιολιθική & Μεσολιθική περίοδος
Παλαιολιθικά στρώματα
Για πρώτη φορά εντοπίστηκαν στρώματα της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής στην Τομή Β (1996,1999) με ηλικία ~12.000 π.Χ. (απόλυτη χρονολόγηση Οπτικής Φωταύγειας), ενώ ένα τελευταίο λεπτό στρώμα, πάνω σε πεσμένο από την οροφή βράχο, όπου ανακαλύφθηκαν εργαλεία (μουστέριας τεχνικής) και οστά μεγάλων ζώων (ιπποειδών & αιγοειδών), χρονολογείται σε ένα ύστερο στάδιο της Μέσης Παλαιολιθικής (~30.000 π.Χ).
Η Τομή Α ερευνήθηκε σχολαστικά την τελευταία δεκαετία και το 2013 έφτασε σε βάθος 7,60 μ. όπου και εμφανίστηκε η κορυφή βράχου. Κάτω από τη μεγάλη εστία τις Μεσολιθικής (~9.500 π.Χ) βρίσκεται το στρώμα της Παλαιολιθικής με κυριότερα ευρήματα πυριτολιθικά εργαλεία και απολιθωμένα οστά μικρών και μεγάλων ζώων. Ένα δείγμα άνθρακα από βάθος 5,90 μ. έδωσε (με τη μέθοδο χρονολόγησης C14) ηλικία 11.910±60 πριν από σήμερα (τέλος Ανώτερης Παλαιολιθικής). Σε βάθος 6,30-6,50μ. βρέθηκε σταλαγμιτικός επίπαγος (travertine) και από κάτω μαλακό χώμα και οστά μεγάλων ζώων. Σε βάθος 6,80 μ. παρουσιάστηκε παχιά καύση που επεκτείνεται περιμετρικά σε όλη την τομή έως και τον βράχο σε 7,60 μ. βάθος.
Στην ανασκαφή της Τομής Δ παρουσιάζονται αδιατάρακτα τα στρώματα (Παλαιολιθικά, Μεσολιθικά, Νεολιθικά) σε έκταση 12 τετραγώνων. Βορειοδυτικά και σε βάθος 2,80 μ. εμφανίστηκε το φυσικό δάπεδο του σπηλαίου με έντονες καύσεις, με κλίση προς τα νοτιοανατολικά, ενώ το κέντρο της Τομής έχει βάθος 3,60 μ. και χρονολογείται στην Ανώτερη Παλαιολιθική. Οι εκτεταμένες καύσεις στα κατώτατα στρώματα αποδεικνύουν ότι ο Παλαιολιθικός άνθρωπος όταν εισήλθε για πρώτη φορά στο σπήλαιο βρήκε ακάλυπτο τον φυσικό βράχο που είχε διάφορες κλίσεις.
Η στρωματογραφία του σπηλαίου προσφέρει επίσης σημαντικές πληροφορίες και για το κλίμα και το Παλαιοπεριβάλλον. Στους χρόνους της Ανώτερης Παλαιολιθικής το κλίμα ήταν ψυχρό και ξηρό, η βλάστηση στεππώδης και αραιή, ενώ η στάθμη της θάλασσας ήταν χαμηλή.
Μεσολιθικά στρώματα
Το ΜΛ στρώμα στην Τομή Β χρονολογείται σε πρώιμο στάδιο της περιόδου με ηλικίες 8.530-8.340 π.Χ. και 8.450-8.290 π.Χ και σε ύστερο στάδιο με ηλικίες 7.080-6.840 π.Χ. και 7.150-7.040 π.Χ. Στο κάτω μέρος του στρώματος υπήρχαν παχιά στρώματα από εστίες όπως και στην Τομή Α. Το μεγάλο πάχος του Μεσολιθικού στρώματος της Τομής Δ αντιστοιχεί σε ύστερη φάση της περιόδου (με χρονολόγηση C14) 8.245±35 χρόνια πριν από σήμερα.
Το Μεσολιθικό σκουρόχρωμο στρώμα της Τομής Α περιέχει θραύσματα ασβεστόλιθου (από την οροφή του σπηλαίου, που υποδηλώνουν ψυχρό κλίμα) και μεγάλη αφθονία από μικροπανίδα (τρωκτικά, λαγούς και πτηνά με επικρατέστερα τα περιστέρια), λιμναία όστρεα και χλωρίδα ανθρωπογενούς χαρακτήρα (υπολείμματα φυτών, ρίζες, καλάμια και φύλλα), ενώ απουσιάζουν τα μεγάλα ζώα. Επίσης, ενώ βρέθηκαν οστά ψαριών σε Παλαιολιθικά στρώματα, απουσιάζουν από τα Μεσολιθικά, γεγονός αξιοσημείωτο, καθώς σε όλο το Αιγαίο εκείνη την περίοδο επικρατούσαν οι αλιευτικές δραστηριότητες. Καμένα υπολείμματα ξύλου έδειξαν ότι η βλάστηση της περιοχής αποτελείτο από διάφορα είδη δρυός και άγρια οπωροφόρα δέντρα. Η χρονολόγηση του ανώτερου ΜΛ στρώματος βασίζεται σε δείγματα άνθρακα που έδωσαν ηλικίες μεταξύ 7.050-6690 π.Χ. ενώ ένα δείγμα από μεγαλύτερο βάθος του στρώματος έδειξε ηλικία 7.730-7.530 π.Χ.
Το κατώτερο τμήμα του στρώματος είναι διαφορετικό και αποτελείται από καστανόμαυρο πηλό και έντονες καύσεις, όπου και βρέθηκαν λίγα εργαλεία από πυριτόλιθο και ραδιολαρίτη, καθώς και πυρήνες από ασβεστολιθικά βότσαλα, υλικά που χαρακτηρίζουν και τη μετάβαση από τη ΜΛ στη ΝΛ. Οι αναλύσεις C14 δειγμάτων άνθρακα τοποθέτησαν αυτό το στρώμα μεταξύ 9.870 και 9.360 π.Χ. και πρόκειται για την πρωιμότερη ηλικία μέχρι σήμερα για την αρχή της Μεσολιθικής περιόδου στον Ελλαδικό χώρο.
Νεολιθική περίοδος
Αρχαιότερη νεολιθική (6.700-5.800 π.Χ)
Ένα λεπτό στρώμα από πηλό και χαλίκια διαχωρίζει το στρώμα της Αρχαιότερης Νεολιθικής από τη Μεσολιθική στις Τομές Α και Β, όπου βρέθηκαν δύο εστίες, λίγα οστά και όστρακα μικρών αγγείων, ευρήματα που φανερώνουν αραιή χρήση του σπηλαίου σε αυτή τη μεταβατική φάση, για ένα διάστημα 300-400 χρόνων. Η ραδιοχρονολόγηση δειγμάτων άνθρακα από αυτές τις εστίες έδειξε τις ηλικίες 6.650-6.470, 6.690-6500 και 6.780-6.600 π.Χ. που είναι ιδιαίτερα πρώιμες για τη μετάβαση από τη Μεσολιθική στην Νεολιθική.
Στο ανώτερο στρώμα έχουμε τα πρώτα και ελάχιστα ευρήματα από οψιανό της Μήλου, αλλά η πανίδα αποτελείται από πτηνά (κυρίως πέρδικες και περιστέρια) και όχι εξημερωμένα ζώα. Από το αμέσως επόμενο πρώιμο στρώμα της ΑΝ προήλθαν οστά πλήρως εξημερωμένων αιγοπροβάτων και μονόχρωμη κεραμική μικρών, ανοικτών και κλειστών αγγείων, με ερυθρό και μαύρο επίχρισμα. Η λιθοτεχνία περιλαμβάνει εργαλεία από κίτρινο πυριτόλιθο και οψιανό.
Μέση νεολιθική (5.800-5.300 π.Χ.)
Τα στρώματα της ΜΝ έχουν μεγάλο πάχος και είναι αδιατάρακτα, ενώ είναι μεγάλη η συχνότητα παρουσίας δαπέδων και εστιών. Στην Τομή Α και από βάθος 2,50 μ. άρχισαν να εμφανίζονται γραπτά όστρακα με ερυθρό σε λευκό – χαρακτηριστικά της ΜΛ – μαζί με κεραμική της ΝΝΙα. Σε βάθος 2,55 μ. εντοπίστηκαν υπολείμματα δαπέδου ερυθρού χρώματος και κάτω από αυτό υπήρχαν όστρακα της ΜΝ και ένας πεσσός σφενδόνης (χαρακτηριστικό αντικείμενο των ΜΝ στρωμάτων της Θεσσαλίας). Το βαθύτερο μέρος αυτού του στρώματος αποτελείται από χαλίκια και είναι το διαχωριστικό ανάμεσα στην Μέση και την Αρχαιότερη Νεολιθική. Στην ίδια περίοδο υπάρχει στην Τομή Γ ένα δάπεδο μαύρου και κίτρινου χρώματος που καλύπτει όλο το χώρο και περιλαμβάνει δύο εστίες και ένα αποθηκευτικό λάκκο.
Στην Τομή Ε ένα εκτεταμένο δάπεδο - ερυθρωπού χρώματος με πολλές καύσεις - περιλαμβάνει μια τυπική εστία με πέτρες τοποθετημένες περιφερειακά, καθώς και αποθηκευτικούς χώρους (σκαμμένους μέσα σε σκληρή επίχωση), ενώ σε άλλο σημείο της ίδιας Τομής παρουσιάστηκε άλλο ένα δάπεδο με εστία και μεγάλη συσσώρευση στάχτης .
Η παρουσία εκτεταμένων δαπέδων και εστιών φανερώνουν παρατεταμένη χρήση του σπηλαίου κατά περιόδους στη Μέση Νεολιθική, ενώ η αποσπασματική ύπαρξη κεραμικής και άλλων ευρημάτων υποδηλώνουν την αραιή ανθρώπινη δραστηριότητα μέσα σε αυτό (σε αντίθεση με την Νεότερη Νεολιθική).
Νεότερη νεολιθική (5.300-3.300 π.Χ.)
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παρατηρείται η πλουσιότερη, σε ανθρώπινες δραστηριότητες και ευρήματα, φάση του σπηλαίου, με αδιατάρακτα παχιά στρώματα, δάπεδα, εστίες και εκτεταμένες καύσεις.
Διαχωρίζεται σε :
- ΝΝΙα(5.300-4.800 π.Χ), ΝΝΙb(4.800-4.300 π.Χ)
- ΝΝΙΙα(4.300-3.800 π.Χ), ΝΝΙΙb(3.800-3.300 π.Χ).
Νεότερη νεολιθική Ια-Ιb (5.300-4.300 π.Χ.)
Η Νεότερη Νεολιθική Ι διακρίνεται από μεγάλο πάχος επιχώσεων, σκληρά δάπεδα και εκτεταμένες εστίες που μαρτυρούν συνεχή παρουσία ανθρώπων, ενώ τα άφθονα ευρήματα φανερώνουν τις έντονες δραστηριότητες εντός του σπηλαίου. Σε αρκετά σημεία των δαπέδων βρέθηκαν οπές από πασσάλους καθώς και αποτυπώματα κλαδιών ή χόρτων πάνω σε πηλό.
Στην πρώιμη φάση της περιόδου (ΝΝΙα), η κεραμική είναι άφθονη και κυριαρχούν τα γραπτά αγγεία με θαμπά μελανά κοσμήματα πάνω σε ανοικτόχρωμη επιφάνεια, ενώ μονόχρωμοι τύποι κεραμικής όπως τα (πρώτο)βερνικωμένα, τα μαύρα και τα γκρίζα, δείχνουν εξελιγμένες τεχνικές στη χρήση των χρωμάτων, τη στίλβωση και την όπτηση. Στη ΝΝΙb συνεχίζεται για κάποιο διάστημα η χρήση των γραπτών αγγείων, ενώ παράλληλα εμφανίζονται και άλλοι τύποι, καθώς και πιθάρια με τη σχοινοειδή διακόσμηση.
Στην ΝΝΙα χρονολογούνται αρκετά μαρμάρινα ειδώλια με ανθρώπινη φυσιοκρατική απόδοση, ενώ υπάρχουν και πήλινα ανθρώπινα ειδώλια με έντονες ομοιότητες με αυτά της Φτελιάς Μυκόνου και της Εύβοιας (Σάμψων 1993).
Ιδιαίτερα πλούσια σε ευρήματα είναι η Τομή Ζ, καθώς ανασκάφηκε μεγάλο πλήθος λίθινων εργαλείων και όπλων, χαρακτηριστικής τεχνοτροπίας για αυτήν την περίοδο, καθώς και το αξιοσημείωτο πλήθος των ~11.000 ψήφων (κυρίως λίθινων).
Στην ίδια Τομή βρέθηκε μία πήλινη σφραγίδα με εγχάρακτο το σχήμα του σταυρού, ένα πήλινο κουταλάκι και άλλα μοναδικά ευρήματα, καθώς και ένας σχεδόν ακέραιος σκελετός νεαρού ατόμου.
Νεότερη νεολιθική ΙΙα-ΙΙb (4.300-3.300 π.Χ.)
Το στρώμα της ΝΝΙΙ είναι επίσης παχύ και αδιατάρακτο και η ύπαρξη μεγάλης συγκέντρωσης απανθρακωμέ-νων σπόρων σιτηρών (κυρίως μονόκοκκο σιτάρι) και πιθοειδών αγγείων μέσα σε αυτό μαρτυρούν συστηματική αποθήκευση, ενώ η πανίδα αποτελείται από οστά ψαριών και λιμναία όστρεα. Δεν υπάρχουν πολλά δάπεδα – όπως στην προηγούμενη φάση – αλλά η κεραμική είναι άφθονη και αποτελείται από ερυθρές φιάλες με γυριστά χείλη (rolled rims), όστρακα με στιλβωτή διακόσμηση (pattern burnished) και αγγεία τύπου scoop. Η παρουσία παλαιότερων και νεότερων τύπων αγγείων δείχνει μια συνέχεια στην ανθρώπινη παρουσία μέσα στο σπήλαιο. Άλλα τέχνεργα που ανακαλύφθηκαν είναι λίθινα και οστέινα εργαλεία, κοσμήματα, υφαντικά βάρη και μεγάλο πλήθος από πήλινα ανθρωπόμορφα ειδώλια.
Πρόκειται για ειδώλια με λοξή διατομή της κεφαλής, τύπος που μέχρι σήμερα έχει βρεθεί στη Θεσσαλία, την Εύβοια (Θαρρούνια), την Κεφάλα της Κέας και πρόσφατα στη Φτελιά της Μυκόνου. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η εύρεση τα τελευταία χρόνια σε συγκεκριμένο χώρο του σπηλαίου πολλών εκατοντάδων ειδωλίων στα στρώματα της Νεότερης Νεολιθικής ΙΙ, μιας εποχής κατά την οποία δε συνηθίζεται τόσο πολύ η χρήση τους.
Τα ειδώλια αυτά του Σαρακηνού αποτελούν αξιόλογο σύνολο, αριθμητικά αλλά και ποιοτικά. Πρόκειται κυρίως για πήλινες απεικονίσεις ανθρώπινων μορφών αλλά και μερικών ζώων, με εξαίρεση μικρό αριθμό μαρμάρινων ειδωλίων . Η απόδοσή τους είναι απλουστευμένη, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται και μια τάση για μεγαλύτερη φυσιοκρατία. Εάν κρίνουμε από το μεγάλο μέγεθος των κεφαλιών, των ποδιών ή των πελμάτων οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι πολλά από τα ειδώλια αυτά ήταν στην ουσία μικρά αγάλματα, ύψους μέχρι και 60 εκ. πιθανόν όμως και μεγαλύτερου. Ανάλογα μεγάλα νεολιθικά ειδώλια έχουν βρεθεί σε σπάνιες περιπτώσεις και στη Θεσσαλία.
Πολυπληθή είναι και τα ανδρικά ειδώλια και μάλιστα πρέπει να υπογραμμίσουμε την ύπαρξη ενός νέου τύπου, ο οποίος απ’ όσο γνωρίζουμε δεν έχει ακόμη τυπολογικά παράλληλα. Πρόκειται για ανδρικά ειδώλια καθιστά στο δάπεδο, με τα πόδια ευρέως ανοικτά, ώστε να φαίνεται το πέος, το οποίο και αποδίδεται με πλαστικό τρόπο, με συνέπεια να τονίζεται το φύλο τους. Κατά τη Λ. Ορφανίδη, που μελετά το συγκεκριμένο υλικό του σπηλαίου, τα ειδώλια αυτά αποτελούν τα ανδρικά παράλληλα των γυναικείων ειδωλίων σε στάση τοκετού.
Είναι η πρώτη φορά που ανευρίσκεται τόσο μεγάλη συγκέντρωση ειδωλοπλαστικού υλικού σε ελληνικό σπήλαιο, ενώ η φύση και η θέση του προβληματίζουν και ως προς τη χρήση του. Κέρατα ελαφιών που βρέθηκαν τοποθετημένα πάνω σε δάπεδα με μεγάλα και μικρά ειδώλια γύρω από αυτά παραπέμπουν πιθανόν σε συλλογικές εκδηλώσεις των χρηστών του σπηλαίου κατά διαστήματα και σε συμβολικές πρακτικές που σχετίζονταν με την αποθήκευση. Πάντως το γενικά μεγάλο μέγεθος πολλών ειδωλίων της συγκεκριμένης θέσης τη διαφοροποιεί από άλλα γνωστά σπήλαια της Νεότερης Νεολιθικής. Από την άλλη πλευρά, η σημειολογία των πρακτικών αυτών ίσως περιλάμβανε τόσο τα ανδρικά ειδώλια με τα ανοιγμένα πόδια, όσο και τα γυναικεία με τα ενωμένα πόδια.
Το μεγάλο πλήθος των ευρημάτων στα στρώματα αυτής της φάσης αποδεικνύει την ισχυρή παρουσία του ανθρώπου και την πληθυσμιακή συνέχεια (ανάλογη με του σπηλαίου Θαρρούνια Ευβοίας, Κύκλωπα Γιούρων και πολλών άλλων προϊστορικών θέσεων) στον Ελλαδικό χώρο.
Εποχή του χαλκού
Κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία η είσοδος του ανθρώπου στο σπήλαιο ήταν πιο αραιή απ΄ ότι στην Μέση, αλλά η κεραμική (έστω και λίγη) ήταν παρούσα. Στα Πρωτοελλαδικά στρώματα βρέθηκαν οστά ψαριών, λιμναία όστρεα, λεπίδες οψιανού και διεσπαρμένα ανθρώπινα οστά, ενώ το 2012 στην Τομή Η ανακαλύφθηκε ακέραιος σκελετός ενήλικου ατόμου σε συνεσταλμένη στάση.
Τα ευρήματα της Πρωτοελλαδικής μαρτυρούν μείωση της αποθήκευσης αγαθών και σταυλισμού ζώων, ενώ είναι πολύ πιθανή η χρήση του σπηλαίου για ταφές. Κατά την Μεσοελλαδική περίοδο η χαρακτηριστική για την εποχή κεραμική είναι άφθονη και κατ΄ επέκταση πολύ έντονη και η ανθρώπινη παρουσία. Βρέθηκαν ακέραια αγγεία μικρού και μέτριου μεγέθους, όστρακα μεγάλων πίθων και μεγάλοι λάκκοι με πήλινη επένδυση (από χώμα και στάχτη).
Στην ΜΕ παρατηρείται μεγάλη αναστάτωση στη Στρωματογραφία σε όλες τις Τομές στα ανατολικά τοιχώματα του σπηλαίου, καθώς οι άνθρωποι συνήθιζαν να ανοίγουν μεγάλους αποθηκευτικούς λάκκους, καταστρέφοντας τα στρώματα της ΝΝ. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε την ακολουθία των αντίστοιχων στρωμάτων στο κέντρο του σπηλαίου, γιατί στις ανασκαφικές εργασίες πριν από το 1994 αφαιρέθηκαν τα ανώτερα στρώματα σε έκταση ~400 τ.μ..
Τα ΜΕ στρώματα χαρακτηρί-ζονται από συσσώρευση λίθων και ιδιαίτερα παχύ στρώμα άνθρακα με λεπτές στρώσεις κίτρινων και ερυθρών γαιών, αποτέλεσμα πολύ έντονης καύσης. Όπως διαπιστώθηκε, το στρώμα των καύσεων δεν σφραγίζει όλη την ΜΕ περίοδο, αλλά το τέλος της - ταυτόχρονα με την εγκατάλειψη του σπηλαίου - και πιθανότατα να οφείλεται σε καύση κοπριάς, μια συνηθισμένη πρακτική στα σπήλαια της Κωπαΐδας, τα οποία χρησιμοποιούσαν ως μαντριά.
Λίγα ευρήματα υπάρχουν από το τέλος της ΜΕ και μετά, κυρίως κεραμική της Μυκηναϊκής περιόδου, καθώς και σποραδικά όστρακα των Ιστορικών χρόνων, τα οποία μαρτυρούν ισχνή ανθρώπινη παρουσία.
Το σπήλαιο Σαρακηνού χρησιμοποιήθηκε έως και το τέλος του 20ου αι. μ.Χ. για τον σταυλισμό ζώων, ενώ όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφικές εργασίες περιφράχθηκε.
Πηγές:
"ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΟΥ ΣΑΡΑΚΗΝΟΥ ΣΤΟ ΑΚΡΑΙΦΝΙΟ ΒΟΙΩΤΙΑΣ", Αδαμάντιου Σάμψων.
[ess_grid alias="sarakino"]