Αεροφωτογραφία του θεάτρου.

Το θέατρο και αριστερά ο μαντρότοιχος που το χωρίζει από τον Θολωτό τάφο.

Το κοίλο και η ορχήστρα.

Ορχήστρα και σκηνικό οικοδόμημα.

Το Αρχαίο Θέατρο - Ωδείο Ορχομενού

Στην ΒΑ πλευρά του Θολωτού τάφου και δυτικά της Παναγίας της Σκριπούς, βρίσκεται το αρχαίο θέατρο του Ορχομενού που χρονολογείται στον 4ο αι. π.X και ενδεχομένως συνδέεται με την εποχή επέκτασης των τειχών της πόλης από τους Μακεδόνες.

Το θέατρο αποτελείται από ένα κοίλο ενιαίο χωρίς διαζώματα. Αρκετές από τις βαθμίδες των ειδωλίων που προορίζονταν για τους θεατές ήταν λαξευμένες στο βραχώδες πρανές του Ακοντίου λόφου ενώ οι υπόλοιπες ήταν κατασκευασμένες από τεχνητές επιχώσεις, οι οποίες ωστόσο δεν έχουν διασωθεί. Στο θέατρο πραγματοποιούνταν μουσικοί αγώνες προς τιμήν των Τριών Χαρίτων (τα Χαριτήσια), του Ομωλοίου Διός όπως και του Διονύσου, όπως προκύπτει από τις επιγραφές που έχουν βρεθεί στην περιοχή του θεάτρου. Επίσης εκεί πραγματοποιούνταν και οι συγκεντρώσεις του "Κοινού των Βοιωτών" μετά την προσωρινή μεταφορά της έδρας του στον Ορχομενό το 335 π.Χ., όταν η πόλη της Θήβας ισοπεδώθηκε από το στρατό του Αλεξάνδρου ως τιμωρία για την αποστασία της και την επίθεση κατά της μακεδονικής φρουράς.

Το θέατρο ανασκάφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας (Θεόδωρος Σπυρόπουλος). Μετά την αποκάλυψή του το 1973, εντοπίστηκε το μεγαλύτερο τμήμα του κοίλου και της ορχήστρας. Κατά τις ίδιες ανασκαφές αποκαλύφθηκαν στα βόρεια του θολωτού τάφου, στην περιοχή του θεάτρου, τάφοι του 16ου - 15ου αιώνα π.Χ., σύγχρονοι με τους τάφους των Ταφικών Κύκλων Α και Β των Μυκηνών, από τους οποίους προήλθαν σημαντικότατα ευρήματα εφάμιλλα σε πολυτέλεια με εκείνα των ταφικών περιβόλων των Μυκηνών (Αραβαντινός Β., «Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών», Αθήνα 2010). Εντός του περιβόλου του ναού της Σκριπούς και έμπροσθεν (δυτικά) αυτού ερευνήθηκαν τα θεμέλια ενός κτηρίου της μυκηναϊκής εποχής απ΄όπου συλλέχθηκαν πολλά σπαράγματα τοιχογραφιών με παραστάσεις κυνηγιού και αθλοπαιδιών (Σπυρόπουλος Θ., «Το ανάκτορο του Μινύου εις τον Βοιωτικό Ορχομενόν», 1973).

Τo θέατρο είναι κτισμένο μέσα στην τειχισμένη ακρόπολη του 4ου αιώνα π.Χ. και βρίσκεται ανάμεσα στο θολωτό τάφο και το βυζαντινό ναό της Σκριπούς. Τα μνημεία αυτά συνθέτουν μια μοναδική περίπτωση ενός σπάνιου συνόλου με μεγάλο βάθος ιστορικών φάσεων. Οι ανασκαφές απέδειξαν ότι το θέατρο τοποθετήθηκε στην περιοχή ενός προϋπάρχοντος μυκηναϊκού νεκροταφείου. Το φαινόμενο της αλλαγής από μυκηναϊκό νεκροταφείο (κιβωτιόσχηµοι-θαλαµοειδείς τάφοι) σε θέατρο αποτελεί μια σπάνια περίπτωση σε διεθνές επίπεδο. Ίχνη από μια πρώτη διαμόρφωση ενός θεατρικού χώρου χρονολογούνται πιθανότατα τον 4ο αιώνα π.Χ. και σχετίζονται με την εποχή επέκτασης των τειχών της πόλης από τους Μακεδόνες, μετά την επικράτηση του Φιλίππου Β’ στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. ή μετά την καταστροφή των Θηβών το 335 π.Χ..

Η σημερινή μορφή του μνημείου είναι το αποτέλεσμα συνεχών ανακατασκευών και προσθηκών που έλαβαν χώρα σε όλη τη διάρκεια της περιόδου χρήσης του. Η πρώτη ανακατασκευή του χρονολογείται στον 2ο αιώνα π.Χ., ενώ μια τελευταία επέμβαση εκτιμάται ότι έγινε τον 3ο αιώνα μ.Χ..

Η μορφή του θεάτρου αποκρυσταλλώθηκε τον 2ο αιώνα π.Χ.. Τότε κατασκευάστηκε το μαρμάρινο κοίλο, το μαρμάρινο σκηνικό οικοδόμημα και σχηματίστηκε η άντυγα του θεάτρου. Την ίδια περίοδο η είσοδος της βόρειας παρόδου παίρνει μνημειακή μορφή με την κατασκευή διπλού ανοίγματος ενώ στο βόρειο άκρο του θεάτρου δημιουργείται διπλή κλίμακα που οδηγούσε τους θεατές στα ψηλότερα σημεία του κοίλου.

Tο κοίλο είναι στραμμένο προς τα νοτιοανατολικά και διαμορφώθηκε σε σχήμα ημικυκλίου με έντονη αξονική προέκταση. Η ορχήστρα έχει διάμετρο 15,5 μέτρων και διαχωρίζεται από το κοίλο με αγωγό αποχέτευσης ομβρίων και ένα επίπεδο αναβαθμό. Η κατώτερη βαθμίδα του κοίλου τονίζεται με πολύλιθες μαρμάρινες προεδρίες σπάνιου τύπου, οι οποίες διασώθηκαν σε κακή κατάσταση. Το κοίλο χωρίζεται ακτινωτά με κλίμακες σε 8 κερκίδες.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εντοπισμός κατά χώραν αρχιτεκτονικών στοιχείων που προέρχονται από το σκηνικό οικοδόμημα και το προσκήνιο. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να βοηθήσουν στην αποκατάσταση της εικόνας της ανωδομής της σκηνής, αν και πολλά μέλη της χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή του βυζαντινού ναού της Σκριπούς.

Το προσκήνιο διαμορφωνόταν με σκηνογραφικούς πίνακες και ημικίονες δωρικού ρυθμού που έφεραν επιστύλια στα οποία υπήρχε χαραγμένη επιγραφή με αφιέρωση στις Χάριτες. Προεξέχουσες συμμετρικές πτέρυγες στο προσκήνιο διεύρυναν σημαντικά την εντύπωση του σκηνικού οικοδομήματος το οποίο στο επίπεδο του ισογείου έφτανε σε μήκος 37,5 μέτρων.

Πάνω από το προσκήνιο βρισκόταν το λογείον, ο χώρος όπου κινούνταν οι ηθοποιοί. Από τη πίσω πλευρά του λογείου, όπως φαίνεται από τους τοίχους της σκηνής που εντοπίστηκαν κατά την ανασκαφή του 1972, ξεκινούσε το σκηνικό οικοδόμημα, το οποίο, κατά τα συνήθη, είχε στην πρόσοψη θυρώματα.

Σημερινή κατάσταση

Το μνημείο σώζεται σε κακή κατάσταση διατήρησης. Ανήκει στη κατηγορία των άτυχων μνημείων της αρχαιότητας. Για παράδειγμα, οι αναλημματικοί τοίχοι έχουν απολέσει το 90 % των λίθων τους ή από όλο το κοίλο µόνο λίγα σπαράγµατα θραυσµάτων εδωλίων έχουν σωθεί εδώ και εκεί. Η εύκολη πρόσβαση και η έντονη δραστηριότητα την περίοδο του Μεσαίωνα είχαν ως αποτέλεσµα την συστηµατική αρπαγή των λίθων του µνηµείου. Επιπλέον, το μνημείο δεν έχει ανασκαφεί συστηματικά και συνολικά.

Μετά την αποκάλυψή του το 1973, κατά την οποία εντοπίστηκε το μεγαλύτερο τμήμα του κοίλου και της ορχήστρας, το 1997-1998 πραγματοποιήθηκαν από τη Θ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ανασκαφικές εργασίες μικρής κλίμακας, οι οποίες έφεραν στο φως στα νοτιοδυτικά του θεάτρου τα αναλήμματα των παρόδων του μνημείου. Τα πορίσµατα της ανασκαφής δηµοσιεύτηκαν στο Αρχαιολογικό Δελτίο σε ένα σύντοµο άρθρο

Το 2012, κατόπιν συνδρομής και πρωτοβουλίας του σωματείου «ΔΙΑΖΩΜΑ», η Θ΄ Εφορεία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων με την οικονομική ενίσχυση της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας - Περιφερειακής Ενότητας Βοιωτίας, στο πλαίσιο Προγραμματικής Σύμβασης Πολιτισμικής Ανάπτυξης, πραγματοποίησε εκτεταμένο ανασκαφικό καθαρισμό του μνημείου και μικρής κλίμακας ανασκαφική έρευνα σε επιλεγμένα σημεία του χώρου, με σκοπό να αποκαλυφθούν όλα τα δομικά στοιχεία του οικοδομήματος προκειμένου να εκπονηθεί η μελέτη αποκατάστασης του μνημείου.

Καθαρισμός έγινε και στον χώρο νότια του θεάτρου, όπου είχε γίνει ανασκαφή την περίοδο 1997-98 και μεταξύ άλλων είχε αποκαλυφθεί κτήριο και ανατολικότερα διαμέρισμα που σώζει βοτσαλωτό δάπεδο, το οποίο στο κέντρο έχει ψηφιδωτή διακόσμηση με μαίανδρο και σπείρες. Η χρήση και η χρονολόγηση του κτηρίου δεν είχαν αρχικώς εξακριβωθεί, με αποτέλεσμα να ερμηνευθεί ως στωϊκό ή ναϊκό οικοδόμημα των αυτοκρατορικών χρόνων. Ωστόσο, μετά την ερμηνεία και τον συσχετισμό όλων των τεκμηρίων μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα η άποψη ότι πρόκειται για ναϊκό οικοδόμημα το οποίο μάλιστα προϋφίσταται του θεάτρου, καθώς η νότια πάροδος του θεάτρου έχει προσαρμοστεί στον βόρειο μακρό τοίχο του ιερού, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η συμμετρία της ΝΑ γωνίας του.

Με την ολοκλήρωση της µελέτης αποσαφηνίστηκε η αρχιτεκτονική µορφή και η δοµή του µαρµάρινου θεάτρου. Το µαρµάρινο θέατρο, που αντικατέστησε πρωιµότερο που αναφέρεται σε χρήση ήδη τον 4ο αι. π.Χ. είναι όψιµης ελληνιστικής εποχής. Με τα στοιχεία που εµφανίζει το αποσπασµατικά σωζόµενο ερείπιο του περιµετρικού αναληµµατικού τοίχου ήταν εκτιµούµενης χωρητικότητας 5.000 θεατών.

Η πρόταση που έχει εγκριθεί και από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, δεν περιλαμβάνει μόνο την αποκατάσταση του αρχαίου θεάτρου αλλά τη δημιουργία Αρχαιολογικού Πάρκου.

Το Αρχαιολογικό Πάρκο του Ορχομενού έχει στόχο να ενοποιήσει, αναδείξει και εντάξει στην ζωή της πόλης και των επισκεπτών της τα σημαντικά αρχαία μνημεία του καθώς και το φυσικό τοπίο στις υπώρειες του Ακόντιου όρους. Οι αρχαιότητες και το τοπίο αποτελούν ένα μοναδικό σύνολο στο οποίο διατηρούνται ορατά κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι και σήμερα.

Ειδικότερα περιλαμβάνει μνημεία με γνωστότερα μεταξύ αυτών τον «Θησαυρό του Μινύα», τον μνημειώδη θολωτό τάφο του 13ου αιώνα π.Χ., το ελληνιστικό Θέατρο του 4ου αιώνα π.Χ. και τη Μονή με τον βυζαντινό ναό της «Παναγίας της Σκριπούς» του 873-874 μ.Χ., που αποτελεί ακόμα και σήμερα ενοριακό ναό της ομώνυμης συνοικίας.

Η δημιουργία Αρχαιολογικού Πάρκου ήταν παλαιό όραμα πολλών κατοίκων, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των αρμόδιων αρχαιολόγων (της Θ’ ΕΠΚΑ, και της 23ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων) και των μελετητών παλαιοτέρων και νεωτέρων πολεοδομικών μελετών για την περιοχή.

Στον χορηγικό φάκελο της Θ’ ΕΠΚΑ περιλαμβάνεται το ακόλουθο απόσπασμα:

Προκειμένου το αρχαίο θέατρο του Ορχομενού να αναδειχθεί και ακολούθως να αποτελέσει ένα ζωντανό κύτταρο πολιτισμού για την περιοχή της Βοιωτίας με την πραγματοποίηση θεατρικών και μουσικών παραστάσεων σε αυτό, κρίνεται απαραίτητη, τόσο η ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας του χώρου του θεάτρου, ώστε να αποκαλυφθεί πλήρως η κάτοψη του μνημείου και να ενοποιηθεί ο χώρος με τα μνημεία που διατηρούνται πέριξ αυτού (Θολωτός τάφος, ναός Παναγίας Σκριπούς), όσο και η υλοποίηση εργασιών στερέωσης, ήπιου χαρακτήρα, ώστε να προστατευθεί το μνημείο από τη φυσική φθορά, που έχει επέλθει με την πάροδο του χρόνου.
Οι εργασίες ανάδειξης και προστασίας του μνημείου θα πραγματοποιηθούν, υπό το πρίσμα της διατήρησης του χαρακτήρα του και της οργανικής ενσωμάτωσής του στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο του Ορχομενού, όπου διατηρούνται ορατά, κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας από τους προϊστορικούς έως και τους βυζαντινούς χρόνους. Επιπροσθέτως, η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου και η χρήση των επιμέρους μνημείων θα συμβάλλουν στην εκπαίδευση των επισκεπτών μέσα από τη βιωματική εμπειρία.

Χώρος Αρχαιολογικού Πάρκου Ορχομενού.

Επίσκεψη μαθητών από Αμερική, Βέλγιο και Σέρρες το 2013.

To θέατρο σήμερα.

Αναπαράσταση της πρότασης για την αναστύλωση του θεάτρου.

Πρόταση αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου από τον αρχιτέκτονα-μηχανικό Θεμιστοκλή Μπιλή.

Το γενικό σχέδιο της αρχιτεκτονικής μελέτης για το Αρχαιολογικό Πάρκο Ορχομενού.

img_divider