Το Ιερό του Απόλλωνα Πτώου

Σε απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων από το Ακραίφνιο, κάτω από μια βραχώδη προεξοχή του όρους Πτώου, στη θέση "Περδικόβρυση", σε υψόμετρο 225 μέτρα, δίπλα από το σημερινό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, ήταν κτισμένος ο ναός του Πτώου Απόλλωνα.

Μετά τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (1884-1891 και συμπληρωματικές αργότερα) ήρθαν στο φως τα θεμέλια του ναού, δύο στοών, μιας δεξαμενής και άλλων κτισμάτων.
Μαζί με τον ναό, λειτουργούσε και το μαντείο του θεού, που χαρακτηριζόταν "αψευδές", δηλαδή αλάθητο στους χρησμούς και "πολύφωνο", επειδή έδινε χρησμούς και σε μη Ελληνική γλώσσα. Το μαντείο αυτό ήταν ένα από τα σπουδαιότερα μαντεία της αρχαιότητας και ένα από τα έξι μαντεία της Βοιωτίας (Πτώου, Τροφωνίου, Θηβών, Αμφιαράου, Τεγύρας, Αβών). Από μία διακοπή της λειτουργίας του για 25 χρόνια (από το 335 έως το 310 πΧ.) συμπεραίνεται ότι οι Μακεδόνες μαζί με τη Θήβα κατέστρεψαν και τον ναό του Απόλλωνα.

Ο Απόλλων εδώ λεγόταν Πτώος ή Πτώιος και Ακραίφιος, ή Ακραιφιεύς. Υπάρχουν πολλές δοξασίες για το όνομα. Σύμφωνα με τον μύθο ο Απόλλωνας απέκτησε με τη Ζευξίππη δυο γιούς τον Πτώο και τον Ακραιφέα. Ο πρώτος έδωσε το όνομα του στο όρος και στον ναό του Απόλλωνα και ο άλλος στην πόλη του Ακραιφνίου.
Άλλη δοξασία λέει πως στο βουνό έφτασε η Λητώ να γεννήσει κρυφά τον ερωτικό της καρπό με τον Δία. Ξαφνικά παρουσιάστηκε κάποιος αγριόχοιρος, η Λητώ φοβήθηκε "επτοήθει" και τότε το όρος πήρε το όνομα Πτώον. Η Λητώ, σύμφωνα με την παράδοση, μετά το Πτώον συνέχισε την αναζήτηση στα βόρεια παράλια της Κωπαΐδας λίμνης, έφθασε στην Τεγύρα του Ορχομενού, κοντά στο σημερινό Διόνυσο, όπου τελικά γέννησε τον Απόλλωνα, τον Τεγυραίο Απόλλωνα όπως τον ονόμασαν.

Σύμφωνα με τον Παυσανία το όρος Πτώον πήρε το όνομά του από τον Πτώο γιο του βασιλιά του Ορχομενού Αθάμαντα και της Θεμιστούς. Αυτός πάλι αντλεί τις πληροφορίες από τον Σάμιο ποιητή Άσιο ο οποίος είχε γράψει έπη γενεαλογικού είδους. Δεν αποκλείεται επίσης η εκδοχή ο Πτώος να ήταν ιερέας και μάντης του ναού όπως και ο Τήνερος και έτσι να επικράτησε το όνομά του στο ναό και η θεϊκή προέλευση.
Για το αλάθητο του μαντείου χαρακτηριστική είναι η πληροφορία του Παυσανία που λέει:

Πριν την εκστρατεία του Αλέξανδρου και των μακεδόνων και την καταστροφή της Θήβας υπήρχε εκεί μαντείο αλάθητο. Όταν ο Μαρδόνιος είχε στείλει κάποιον Μυν από την πόλη Εύρωπο, ο Μυς ρώτησε το θεό στη δική του γλώσσα, την καρική και ο θεός έδωσε χρησμό στη γλώσσα της Καρίας.

Ο Παυσανίας παίρνει το περιστατικό από αφήγηση του Ηροδότου (8, 135).

Το πότε ακριβώς καταστράφηκε το ιερό και μαντείο του «Πτώου» Απόλλωνος, μάς είναι άγνωστο, πάντως στα χρόνια που έζησε ο Ηρώδης ο Αττικός (μέσα του 2ου αιώνα) διατηρούσε ακόμα το μεγαλείο στο οποίο το έφεραν ο αγωνοθέτης Επαμεινώνδας και η σύζυγός του Νωτία. Στα τέλη πάντως της πρώτης χιλιετίας οι χριστιανοί ίδρυσαν σε απόσταση ενός χιλιομέτρου και ψηλότερα (σε υψόμετρο 551 μ.) το μοναστήρι του «Γενεθλίου της Θεοτόκου» ή της «Οσίας Πελαγίας». Για την ανέγερσή του χρησιμοποίησαν και τα κομματιασμένα υλικά του τότε ήδη κατεστραμμένου απολλώνιου ιερού.

 

 

Δεξιά το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και αριστερά ο αρχαίος ναός του Απόλλωνα.

img_divider

Τι υπήρχε στο κτιριακό συγκρότημα του ναού

1. Ο ναός του Απόλλωνα

Το σημαντικότερο κτίριο του ιερού, ήταν ο ναός του Απόλλωνα (ο ναός του θεού). Κατά πάσα πιθανότητα αρχικά ήταν ξύλινος (7ος αιώνας π.Χ.), με επένδυση από πηλό στις πλευρές που ήταν εκτεθειμένες στις ατμοσφαιρικές μεταβολές, δηλαδή την βόρεια, τη δυτική και τη νότια. Προοδευτικά τα τμήματα του ναού που πάθαιναν ζημιές και καταστροφές, τα αντικαθιστούσαν με τοίχους από πώρινους λίθους, ώστε κατά τα χρόνια 550-500 π.Χ. είχε γίνει όλος ο ναός πώρινος, επενδυμένος εσωτερικά με πώρινες πλάκες.

Αυτός ο λίθινος ναός του θεού Απόλλωνα, είχε πανελλήνια αίγλη αφού σε αυτόν αφιέρωσαν αγάλματα ακόμη και Αθηναίοι πολιτικοί άνδρες (ο Αλκμαιωνίδης Μεγακλής, γύρω στο 550 π.Χ. και ο Πεισιστρατίδης τύραννος Ίππαρχος, γύρω στο έτος 520 π.Χ.), ήταν περίπτερος.

Ο ναός ήταν προσανατολισμένος ΒΔ προς ΝΑ είχε διαστάσεις 24,72Χ11,65 κατά τον ακαδημαϊκό Αναστ. Ορλάντο ή 23,33Χ11,80 κατά τον H. Holleaux. Ήταν δωρικού ρυθμού και περιβάλλονταν από κιονοστοιχίες σε όλες τις πλευρές και κατά την άποψη του Ορλάντου είχε 13 κίονες σε κάθε μακρά πλευρά και 6 σε κάθε στενή πλευρά. Ο σηκός (κυρίως ναός, το κλεισμένο με τοίχο μέρος του ναού, δηλαδή το άδυτο του αρχαίου ναού, μέσα στο οποίο ήταν τοποθετημένο το άγαλμα της θεότητας στην οποία ήταν αφιερωμένος ο ναός) είχε διαστάσεις 4Χ12 και περιλάμβανε μόνο δίστυλο πρόναο με διαστάσεις 2,65Χ3,10.

Άδυτο δεν υπήρχε, αντί αυτού όμως υπήρχε ένα σπήλαιο το οποίο εκπληρούσε την αποστολή του ως κρυφού μαντικού χώρου. Το δάπεδο του ναού ήταν στρωμένο με μεγάλες πλάκες, από τις οποίες μερικές είχαν διαστάσεις 0,89Χ0,94. Από τα ευρεθέντα θραύσματα μελών του ναού φαίνεται πως ο ναός είχε γλυπτικό διάκοσμο τόσο στη ζωφόρο, όσο και στα αετώματα, επίσης χρώμα στα γείσα, υδρορροή κ.λπ.
Όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας το μαντείο λειτουργούσε και επομένως υπήρχε ο ναός, μέχρι την καταστροφή της Θήβας από τον Μ. Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες το 335 π.Χ. Από την διακοπή της λειτουργίας του, συμπεραίνουμε πως η καταστροφή επεκτάθηκε και στο ιερό του Απόλλωνα. Γνωρίζουμε πως η Θήβα ανοικοδομήθηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο, έναν από τους επιγόνους του Μ. Αλεξάνδρου. Πιστεύεται πως η ανοικοδόμηση επεκτάθηκε και στο ναό. Έτσι μετά το 315 π.Χ. στη θέση του παλαιού κτίστηκε καινούριος ναός με τις ίδιες διαστάσεις και με πώρινο υλικό.
Από τον παλαιότερο ναό που υπήρχε στην ίδια θέση και που είχε ανοικοδομηθεί πολλές φορές, υπάρχουν ελάχιστα λείψανα όπως πήλινες γραπτές επενδύσεις μελών του θριγκού (το εξωτερικό τμήμα που αποτελείται από το επιστύλιο και το γείσο του τοίχου του ναού) και φτωχά κατάλοιπα κεραμώσεων. Ο νέος ναός είχε πρόναο ανάμεσα σε παραστάδες και πολύ επιμήκη σηκό που διατηρήθηκε από τον παλαιότερο ναό γιατί στους ναούς του 4ου αιώνα π.Χ. ο σηκός δεν είχε μεγάλο βάθος. Οι κίονες ήταν πάλι πώρινοι με λευκό επίχρισμα. Στο πάνω άνδηρο του ιερού, σε αρκετά ομαλό χώρο, αμέσως κάτω από την πηγή, ελάχιστες πέτρες έχουν απομείνει σήμερα, από την θεμελίωση του σηκού του ναού του Απόλλωνα.

2. Το σπήλαιο

Το σπήλαιο ήταν μια θολωτή κατασκευή με βάθος 5-6 μέτρα ώστε να μην είναι ορατή, από τους μαντευόμενους, η προφητική τελετουργία. Βρισκόταν στα νότια του ναού του Απόλλωνα, πολύ κοντά του και έρρεε απ΄ αυτό διαυγέστατο νερό, το αγίασμα του ιερού. Στην οροφή του σπηλαίου ήταν προσαρμοσμένος ένας μεταλλικός αγωγός, που έφερνε το νερό στο σπήλαιο, από μια εξωτερική πηγή, μέσω ενός πήλινου αγωγού, που ήταν εγκατεστημένος περίπου στην επιφάνεια του εδάφους. Το σπήλαιο ήταν χτισμένο σύγχρονα με το ναό και αναπλήρωνε το άδυτο που δεν υπήρχε σ΄ αυτόν. Στο μαντείο του Πτώου υπηρετούσαν μόνο προφήτες και μάντεις. Τα χρησμοδοτικά λόγια τα ερμήνευαν οι ιερείς και απέδιδαν σε πινακίδα τον χρησμό σε όσους ήθελαν να το συμβουλευτούν. Ο προφήτης και ο μάντης "εμαντεύονταν" μέσα στο προφητικό σπήλαιο πίνοντας, με απόκρυφη μυσταγωγική τελετουργία, νερό από το αγιασμένο, από το μαντικό νερό της πηγής. Η διαδικασία της χρησμοδοσίας ακολουθούσε το τυπικό και των άλλων μαντείων. Όσοι επιθυμούσαν να συμβουλευτούν το θεό έπρεπε να πάνε με αγνότητα σκέψης και να υποβληθούν σε κάθαρση, σωματική και ψυχική κάνοντας ιδιαίτερη νηστεία και προσευχή.

Το μαντείο λειτουργούσε και κατά τη ρωμαϊκή εποχή, η δε φήμη του είχε εξαπλωθεί όχι μόνο σ’ όλη την Ελλάδα αλλ:ά και στην Ασί:α. Ήταν το πιο αρχαίο, πλούσιο και φημισμένο για τους αλάνθαστους χρησμούς του. Ο πρώτος ιερέας του ναού αναφέρεται ο Τήνερος, γιος του Απόλλωνα και της Μελίας. Η αίγλη του ναού ήταν μεγάλη. Προσκυνητές από όλη την Ελλάδα συνέρρεαν εδώ με τα αναθήματά τους. Η φήμη του είχε διαδοθεί πέρα από το Αιγαίο και πολλοί πιστοί επισκέπτονταν το ναό του Πτώου Απόλλωνα. Όταν ολοκληρώνεται η υποδούλωση της Ελλάδας στους Ρωμαίους αρχίζει να σημειώνει κάμψη και η δραστηριότητα των μαντείων. Το μαντείο του Πτώου Απόλλωνα θα διατηρηθεί μέχρι και τον 2ο αι. μ.Χ. Μαζί με την σιγή του μαντείου διακόπηκαν και οι αγώνες Πτώια.

3. Ο ναός της Προναίας Αθηνάς

Δέκα μέτρα περίπου ανατολικά του ναού είχε κτισθεί μικρός ναός της θεάς Αθηνάς διαστάσεων 4,30Χ6,70. Ο ναός αυτός της Προναίας Αθηνάς αποτελεί ένα είδος συμβολικής αντιγραφής του ναού της Προναίας Αθηνάς στους Δελφούς. Στη νοτιοδυτική γωνία του ναού του Απόλλωνα υπήρχε μια κυκλοτερής αναβάθρα για την προσπέλαση στο ναό από την ιερή πηγή.

4. Το θέατρο

Εμπρός από την ανατολική πλευρά του ναού του Απόλλωνα απλώνεται μια πλατεία. Από μια επιγραφή που αποτελεί λογοδοσία ενός αγωνοθέτη, πληροφορούμαστε ότι έγινε επισκευή του "προσκηνίου". Έτσι βγάζουμε το συμπέρασμα ότι στην πλατεία του ναού ήταν χτισμένο το θέατρο όπου κάθε πέντε χρόνια τελούνταν τα Πτώια. Αλλά και από την επιγραφή υπ΄αριθμ. 1625 του σώματος Ελληνικών Επιγραφών που αναφέρεται στη δράση ενός πλούσιου πολίτη του Ακραιφνίου του Επαμεινώνδα Επαμεινώνδου πληροφορούμαστε ότι υπήρχε θέατρο στο τέμενος του ιερού, όπου ο αγωνοθέτης αυτός "εγλύκιζεν" τους θεωρούς και τους προσερχόμενους από τις πόλεις στους αγώνες των Πτωίων. Στον ίδιο χώρο γίνονταν και οι επίσημες θυσίες των Βοιωτικών πόλεων και του Κοινού των Βοιωτών.

5. Εγκαταστάσεις για τους θεωρούς

Κάτω από τον ναό του Απόλλωνα υπήρχαν κτιριακές εγκαταστάσεις για την διαμονή των θεωρών και λουτρά για τη συμβολική κάθαρσή τους και την όλη προπαρασκευή της επαφής με τον θεό.

6. Οικοδομήματα για τους ιερείς και τους δημόσιους λειτουργούς

Κάτω από τον ναό σε άμεση γειτνίαση με αυτόν και σε διεύθυνση ΒΔ και Δ υπάρχουν κατάλοιπα ενός συγκροτήματος κτιρίων. Από τη θέση τους συμπεραίνεται ότι πρόκειται για κτίρια στα οποία διέμεναν οι άρχοντες και οι λειτουργοί του ιερού, ίσως και οι αντιπρόσωποι των Βοιωτικών πόλεων που έρχονταν να παρακολουθήσουν τα Πτώια ή να προσφέρουν αφιερώματα στον Απόλλωνα. Ακόμα πρέπει να δεχτούμε ότι στα κτίρια αυτά διέμεναν οι τέλεια προπαρασκευασμένοι μαντευόμενοι, προσμένοντας την απάντηση του θεού και ακόμα όσοι έρχονταν να ζητήσουν μια θεραπευτική συμβουλή από τον θεό.

7. Δεξαμενή νερού και λουτρά

Πιο κάτω από τα κτίρια διαμονής, στο βάθος της μιας ταράτσας που την συγκρατούσε ένας πολυγωνικός τοίχος, υπάρχει μια μεγάλη δεξαμενή νερού επιμήκης και ευρύχωρη, χωρισμένη σε επτά διαμερίσματα επιχρισμένα εσωτερικά με ειδικό κονίαμα και καλή εξωτερική ισοδομική τοιχοδομία. Συνέχεια προς την δεξαμενή και πάντα προς την κατωφέρεια ήταν τα λουτρά. Σωζόταν μέχρι τις ανασκαφές λουτρικό συγκρότημα με άριστη πολυγωνική τοιχοδομία, την οποία διακόπτει ένας μεγάλος αποχετευτικός αγωγός που δηλώνει προγενέστερη εγκατάσταση λουτρών στους αρχικούς χρόνους λειτουργίας του ιερού και που χρησιμοποιείτο για την αποχέτευση των νερών από τα λουτρά. Στη δεξαμενή διοχετεύονταν τα νερά του σπηλαίου, ή για τη λειτουργία και δεύτερου μαντείου, για περισσότερο κόσμο και με απλούστερη διαδικασία ή για προσφυγή σε θεραπεία όπως γινόταν και σε άλλα μαντεία όπως το Αμφιαράειο του Ωρωπού.

Η ασυλία του ιερού του Πτώου Απόλλωνα

Το Ιερό του Πτώου Απόλλωνα με δόγμα των Αμφικτιόνων των Δελφών απολάμβανε ασυλίας όπως και το Μαντείο των Δελφών. Στα βόρεια του ναού, στην περδικόβρυση, βρέθηκε επιγραφή χαραγμένη σε πλάκα, η οποία δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη λειτουργία του Μαντείου. Η επιγραφή αναφέρει απόφαση της Δελφικής Αμφικτιονίας που λέει τα εξής:

  1. Διασφαλίζεται η ασυλία του ιερού και του περί το μαντείο χώρου.
  2. Καθιερώνεται ασυλία και σε κάθε άλλη περιοχή που αποτελεί χώρο και περιουσία του Πτώου Απόλλωνα.
  3. Δεν επιτρέπεται σε κανέναν να διαπράττει αδικήματα σε βάρος της περιουσίας του ιερού.
  4. Όποιος διαπράξει αδικία εις βάρος του μαντείου θα τιμωρηθεί με χρηματική ποινή 2.000 στατήρων, δηλαδή 4.000 χρυσές ή αργυρές δραχμές.
  5. Κύριοι του ιερού ορίζονται ο προφήτης, ο ιερέας, η πόλη των Ακραιφίων, το Κοινό των Βοιωτών και ο αγωνοθέτης των Πτώιων.
  6. Η ασφάλεια του ιερού και η εκεχειρία των Πτώιων αρχίζουν από τις 15 του μηνός Ιπποδρομίου, δηλαδή 15 Ιουλίου έως 15 Αυγούστου.
  7. Ο Πτωιοκλής πρέπει να χαράξει αυτό το δόγμα σε τρεις στήλες και να τις τοποθετήσει στο ιερό των Δελφών, στο ιερό του Πτώου και στην Πυλαία (χειμερινή έδρα της Δελφικής Αμφικτιονίας).
  8. Τέλος οι ιερομνήμονες των Δελφών πρέπει να αναγγείλουν το Αμφικτιονικό Δόγμα στις πόλεις τα έθνη για να λάβουν γνώση του περιεχομένου του.

img_divider

Τα Πτώια

Τα Πτώϊα ήταν αγωνίσματα πνευματικού ενδιαφέροντος, που τελούνταν κάθε πέντε χρόνια. Οι αγώνες αυτοί ξεκίνησαν –ή ίσως αναδιοργανώθηκαν– το 228-226 π.Χ., σύμφωνα με διάταγμα της αμφικτιονίας και άλλες επιγραφικές μαρτυρίες. Τίποτα δε μας είναι γνωστό από την πρωιμότερη ιστορία των αγώνων, οπότε συμπεραίνεται ότι, αν διεξάγονταν και παλαιότερα, πρέπει να είχαν μόνο τοπικό χαρακτήρα και ίσως στην αρχή διοργανώνονταν προς τιμήν του λατρευόμενου ήρωα. Πολλές φορές συμμετείχαν σε αυτές τις γιορτές και πελοποννησιακές πόλεις όπως το Άργος και η Μαντινεία αλλά και πόλεις της Ασίας όπως η Έφεσος. Από μια επιγραφή πληροφορούμαστε ότι κατά τον 1ο αιώνα π.χ τελούνταν τα αθλήματα του Σαλπιστή, Κήρυκος, Ραψωδού, Ποιητή Επών, Αθλητή, και Κιθαρωδού. Τα αγωνίσματα διεξάγονταν στο θέατρο που ήταν κοντά στο ναό, ίσως στην Βόρεια πλευρά του και σε μια κυκλική ορχήστρα, τη θυμέλη, που περιβαλλόταν από ξύλινα καθίσματα για τους θεατές.
Πριν αρχίσουν τα αγωνίσματα έπρεπε να έχει προηγηθεί:

  1. Η κήρυξη της εκεχειρίας.Για την ασφαλή διεξαγωγή των αγώνων και την ασφάλεια της περιοχής της Ακραιφίας και του Πτώου άρχιζε εκεχειρία από τις 15 Ιουλίου (Ιπποδρόμιος μήνας του Βοιωτικού ημερολογίου) μέχρι τις 15 Αυγούστου, σύμφωνα με το δόγμα των αμφικτιονιών κρατούσε ένα μήνα. Στο διάστημα αυτό σταματούσε κάθε πολεμική και εχθρική ενέργεια και ο τόπος βρισκόταν σε κατάσταση αναγκαστικής ειρήνης.
  2. Η επίσημη θυσία. Στην επίσημη θυσία συμμετείχαν οι θεωροί, δηλαδή οι επίσημοι απεσταλμένοι του Βοιωτικού Κοινού και της πόλης της Ακραιφίας.

Στη συνέχεια ετελούντο τα αγωνίσματα στο θέατρο όπου και αναδεικνύονταν οι νικητές, οι οποίοι βραβεύονταν με στεφάνι μπροστά στη θυμέλη και γι’ αυτό το αγώνισμα λεγόταν “στεφανίτης θυμελικός αγών” ή θεατρικό αγώνισμα επειδή γινόταν στη θεατρική σκηνή.
Μετά τους αγώνες ακολουθούσαν μεγάλες εορταστικές εκδηλώσεις με χορούς, όπως ο συρτός που από τότε έφτασε και στα δικά μας χρόνια. με δείπνα, διανομή γλυκών, χρημάτων, φαγητών κ.ά. Τα ονόματα των νικητών χαράσσονταν σε λίθινες στήλες τις οποίες έστηναν στο ιερό.
Όταν ήταν αυτοκράτορας ο Καλιγούλας τα Πτώϊα σταμάτησαν για 30 χρόνια. Όταν ξανάρχισε η λειτουργία τους με καινούριο όνομα τα “Μεγάλα Πτώϊα και Καισάρεια” τα αγωνίσματα αναμορφώθηκαν και απέκτησαν μεγάλη λαμπρότητα. Αυτό έγινε όταν ήταν αγωνοθέτης ο Ακραίφιος πολίτης Επαμεινώνδας Επαμεινώνδου. Μετά το τέλος των αγώνων αυτός και η σύζυγός του Νωτία πρόσφεραν γεύματα και δείπνα και πλούσιες παροχές στους συνέδρους, θεωρούς και κατοίκους της πόλης , ξοδεύοντας πολλά χρήματα από τη μεγάλη περιουσία του.
Με την έλευση του χριστιανισμού το μαντείο σίγησε το 177 μ.Χ. και μαζί του διακόπηκαν και τα Πτώια.

Πηγές:

"Ακραίφνιο", Χ. Αγγέλου,
"Ακραιφία", Κ. Ανδρίτσος.

img_divider

Οι κούροι του Πτώου

Στο σύνολό τους έχουν βρεθεί στο Πτώον τουλάχιστον ενενήντα κούροι, οι περισσότεροι σε θραύσματα, ενώ ο αριθμός τους πιθανόν ανέρχεται στους εκατόν είκοσι. Από τα σημεία εύρεσης των κούρων γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι στέκονταν στο άνδηρο του ναού πάνω σε χαμηλές βάσεις και σπανιότερα πάνω σε κίονες. Οι κούροι είναι είτε από ντόπιο πωρόλιθο ή από μάρμαρο, βοιωτικό ή εισηγμένο, κυρίως από την Πάρο και τη Νάξο. Όλοι οι κούροι χαρακτηρίζονται από κοινά τεχνοτροπικά γνωρίσματα, το λεγόμενο «μειδίαμα», δηλαδή το συγκρατημένο χαμόγελο, και τη φαινομενικά ακίνητη και αυστηρά μετωπική στάση του σώματος. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των βοιωτικών κούρων είναι η όχι τόσο ρεαλιστική απόδοση της ανατομίας, η απλότητα, ένας σχεδόν άγριος δυναμισμός και η ζωντάνια.

Άλλα σημαντικά αναθήματα, που ξεκινούν ήδη από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και συνεχίζουν έως τους Ρωμαϊκούς χρόνους, είναι οι τρίποδες. Αξιόλογα είναι και τα μικρά χάλκινα αναθήματα από το ιερό του Απόλλωνος, όπως αγαλματίδια, αγγεία, όπλα, σφυρήλατα ελάσματα σε μορφή ανθρώπων, ζώων κ.λπ..

Αναθηματικός κούρος σε φυσικό μέγεθος κατασκευασμένος από νησιωτικό μάρμαρο. Είναι έργο του 520 π.Χ. περίπου. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Μαρμάρινο βοιωτικό έργο που βρέθηκε μαζί με άλλους κούρους στο ιερό του Απόλλωνα, στο Πτώο της Βοιωτίας. Χαρακτηρίζεται από έντονη νησιωτική επίδραση, όπως και πολλά ακόμη γλυπτά της ίδιας περιόδου, που προέρχονται από το ιερό του Πτώου. Είναι έργο του 550 π.Χ. περίπου και το ύψος του είναι 1.36 μ. Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών.
Αναθηματικός κούρος σε φυσικό μέγεθος κατασκευασμένος από ναξιακό μάρμαρο. Βρέθηκε το 1885. Είναι έργο του 550 π.Χ. περίπου. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Μαρμάρινο κεφάλι κούρου από το ναό του Πτώου Απόλλωνα. Είναι έργο του 540 π.Χ. περίπου. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Το μέγεθος του κούρου αυτού είναι μικρότερο του φυσικού. Αποτελούσε ανάθημα στον αργυρότοξο Απόλλωνα από τους Πυθέα και Αισχρίωνα. Είναι έργο του 500 π.Χ. περίπου. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Μπρούτζινο αγαλματίδιο κόρης από το ναό του Πτώου Απόλλωνα. Είναι έργο του 520 π.Χ. περίπου. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.