Ο Θολωτός τάφος ή Θησαυρός του Μινύα
Στους ανατολικούς πρόποδες του Υφάντειου λόφου (ανατολική άκρη του Ακόντιου όρους) και στο δυτικό άκρο του σημερινού Ορχομενού βρίσκεται ένα από τα πιο έξοχα και εντυπωσιακά μνημεία των Μινυών. Υπολογίζεται ότι χτίστηκε κατά τη 2η χιλιετηρίδα π.Χ..
Βρίσκεται κοντά στα ερείπια του προϊστορικού οικισμού που αναπτύχθηκε στον Ορχομενό και κοντά στο μεταγενέστερο θέατρο της πόλης. Σε αυτόν πρέπει να είχαν ταφεί μέλη της βασιλικής οικογένειας των Μινυών. Το μνημείο ήταν ορατό και φημισμένο για πολλούς αιώνες μετά την αρχική του χρήση και φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ως τόπος λατρείας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Ο τάφος ήταν άθικτος και πρέπει να αποτελούσε αξιοθέατο της περιοχής τουλάχιστον μέχρι και το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν επισκέφθηκε τον Ορχομενό ο περιηγητής Παυσανίας και με θαυμασμό περιέγραψε την κατασκευή της θόλου. O Παυσανίας όταν επισκέφθηκε το «Θησαυρό του Μινύου», τον μνημειώδη θολωτό τάφο του 13ου αιώνα π.Χ. θαύμασε τον τρόπο κατασκευής του, αντιπαραβάλλοντάς τον με τα κυκλώπεια τείχη της Τίρυνθας και τις πυραμίδες της Αιγύπτου (Παυσανίου, Βοιωτικά ΙΧ, 38), καθώς ο τάφος ακόμη και τότε, 15 αιώνες μετά την κατασκευή του, διατηρούσε άθικτη τη θόλο και το δρόμο του. Στους αιώνες που ακολούθησαν, το μνημείο σταδιακά καλύφθηκε με επιχώσεις, αλλά εξακολουθούσε να είναι ορατό. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι περιηγητές που επισκέπτονταν τον Ορχομενό αναφέρουν τη θόλο του κατεστραμμένη.
Το μνημείο έφεραν στο φως οι ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν στα 1881-1885, αν και πρώτος επιχείρησε το 1803, χωρίς επιτυχία, ο γνωστός Άγγλος Έλγιν. Μετά τον Σλήμαν έκαναν ανασκαφές το 1893 η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και στη συνέχεια Γερμανοί αρχαιολόγοι, με επικεφαλείς τους H. Bulle και A. Furtwaengler, στα 1903 και 1905.
Οι ανασκαφές αυτές έφεραν στο φως νεολιθικούς συνοικισμούς με κυκλικά και τετράγωνα θεμέλια σπιτιών, τάφους 3.000 χρόνων π.Χ., ανάκτορα ή Ασκληπιείο μυκηναϊκής εποχής και άλλα που είναι δείγματα ότι ο τόπος κατοικήθηκε χωρίς χρονικά κενά από τη νεολιθική εποχή. Κατασκευαστές του τάφου φέρονται οι Τροφώνιος και Αγαμήδης, γιοι του βασιλιά του Ορχομενού Εργίνου.
Ο Παυσανίας χαρακτηρίζει το μνημείο "θησαυρό", αλλά κατά τον αρχαιολόγο Χ. Τσούντα, είναι τάφος. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο όμως δεν αποκλείεται να χτίστηκε αρχικά για τάφος, κι ύστερα, λόγω ιερότητας και κύρους του χώρου, να χρησιμοποιήθηκε και για τη φύλαξη θησαυρών.
Ανεξάρτητα από το σκοπό για τον οποίο είχε κατασκευαστεί το μνημείο, πρόκειται για έργο εύγλωττο μάρτυρα της δόξας και του μεγαλείου των Μινυών και όπως γράφει ο Παυσανίας "ο θησαυρός του Μινύα, σωστό θαύμα, δεν υστερεί από κανένα άλλο πράγμα απ' όσα είναι μέσα ή έξω από την Ελλάδα".
Για τους αρχαιολόγους ο τάφος του Μινύα , τόσο για την τεχνική του τελειότητα, όσο και για την εσωτερική του διακόσμηση, θεωρείται ανώτερος του τάφου του Ατρέως των Μυκηνών κι ένα από τα πιο έξοχα μνημεία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής.
Ο τάφος ήταν άθικτος στα χρόνια του Παυσανία (160 μ.Χ.) αλλά όταν ανασκάφηκε από τον Σλήμαν δεν είχε γλυτώσει από τους τυμβωρύχους και γι' αυτό δεν βρέθηκαν αντικείμενα χάλκινα ή ασημένια ή χρυσά όπως σε άλλους θολωτούς Μινυακούς τάφους.
Ο τάφος είναι μαρμάρινος και αποτελείται από τέσσερα μέρη: το δρόμο (μία τάφρο), το στόμιο (είσοδος), τη θόλο (πελώριο κυκλικό οικοδόμημα με κωνική στέγη), και το θάλαμο (ορθογώνιο πλευρικό μικρό δωμάτιο).
Η είσοδος είναι μεγαλοπρεπής και επιβλητική. Η πόρτα της μεγάλης αίθουσας, πλάτους 2,76 μέτρων και ύψους 5,60 μέτρων, σκεπάζεται με ένα τεράστιο υπέρθυρο ογκόλιθο 6 μέτρα μήκος και βάρους άνω των 120 τόνων. Η θόλος, που είναι το σημαντικότερο από τα τέσσερα μέρη, είναι μια τεράστια κυκλική αίθουσα και έχει διάμετρο δαπέδου 14 μέτρα και τοιχώματα από πελεκημένα μάρμαρα ισοδομικά τοποθετημένα έτσι ώστε να σχηματίζουν δακτυλίδια. Τα δακτυλίδια αυτά όσο ανεβαίνουν γίνονται διαρκώς μικρότερα, ώσπου κλείνουν την κορυφή και σχηματίζουν έτσι μια θολωτή κυψέλη.
Το εσωτερικό του τάφου πρέπει να είχε διακόσμηση με χάλκινα και χρυσά κοσμήματα και χαλκοστρωμένο το δάπεδό του, πράγμα που βεβαιώνεται από τις υποδοχές στους τοίχους κι από ένα απομεινάρι πλάκας χαλκού σφηνωμένο ανάμεσα στο δάπεδο και τον τοίχο αριστερά της εισόδου. Στη θόλο γίνονταν οι θυσίες και οι νεκρικές τελετές. Στο κέντρο της θόλου σώζεται μαρμάρινο βάθρο μήκους 5,73 μ., που προστέθηκε κατά την ελληνιστική εποχή και επάνω του ήταν στημένα αγάλματα των θεών.
Στα βορειοανατολικά της θόλου υπάρχει μικρή πόρτα ύψους 2,12 μέτρων και πλάτους 1,44 μέτρων που συγκοινωνεί με το θάλαμο (μικρό ορθογώνιο τετράπλευρο δωμάτιο). Παρόμοιο πλευρικό δωμάτιο υπάρχει σε δύο ακόμη περιπτώσεις βασιλικών τάφων: στο θολωτό τάφο του Ατρέα στις Μυκήνες, που ήταν σύγχρονος με τον τάφο του Μινύα, και στο θολωτό τάφο Α στις Αρχάνες της Κρήτης.
Η οροφή του θαλάμου είναι καλυμμένη με πρασινωπές λεπτές λίθινες τετράγωνες πλάκες, σκαλισμένες με ανθέμια, ρόδακες και σπειροειδή κοσμήματα. Αποκαταστάθηκε το 1914 από τον αρχιτέκτονα-αρχαιολόγο Αναστάσιο Ορλάντο. Από απομεινάρια που βρέθηκαν, φαίνεται πως και οι τέσσερις κατακόρυφοι τοίχοι του θαλάμου, ήταν καλυμμένοι με παρόμοιες πλάκες που έφεραν περίτεχνη και πλούσια διακόσμηση. Δεν είναι γνωστό σε τι χρησίμευε το πλευρικό δωμάτιο. Ίσως ήταν οστεοφυλάκιο.