Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου Ακραιφνίου

Ο ναός του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στο νότιο άκρο του οικισμού του Ακραιφνίου, στις υπώρειες του λόφου Βίγλιζα ή Σκοπιά, όπου σώζονται εκτεταμένα κατάλοιπα της αρχαίας ακρόπολης δύο οικοδομικών φάσεων, του 4ου αι. π.Χ. και των Ελληνιστικών χρόνων. Στη θέση του χριστιανικού μνημείου εκτιμάται ότι προϋπήρχε ο αρχαίος ναός του Διονύσου. Αυτό ενισχύεται και από την γνώμη του Γάλλου αρχαιολόγου Μαυρίκιου Holleaux που έκανε τις ανασκαφές στο Πτώον το 1866. Ο Παυσανίας, στα "Βοιωτικά", αναφέρει ότι κατά την επισκεψή του στο Ακραιφνιο (175-176 μ.Χ. ) εξακολουθούσε να υπάρχει ο παλαιός ναός του Διονύσου και το λατρευτικό του άγαλμα.

Πλήθος από αρχαία μέλη και ενεπίγραφοι λίθοι έχουν χρησιμοποιηθεί ως δομικό υλικό στην κατασκευή του κτιρίου. Από τους τοίχους του κυρίως ναού, έχουν αποτοιχισθεί και βρίσκονται στο μουσείο Θηβών, τρεις μαρμάρινες στήλες, μεγάλης αρχαιολογικής αξίας, με εκτενέστατες επιγραφές της ρωμαϊκής περιόδου (1ος μ.Χ. αιώνας), που χαράχτηκαν με την φροντίδα του πολίτη της αρχαίας Ακραιφίας, Επαμεινώνδα Επαμεινώνδου.
α) Η πρώτη περιλαμβάνει το ψήφισμα για την αποστολή πρεσβείας των «Πανελλήνων» στη Ρώμη προκειμένου να συγχαρεί τον νέο αυτοκράτορα Γάϊο Γερμανικό (Καλιγούλα) και την ευχαριστήριο επιστολή του αυτοκράτορα προς τους Έλληνες.
β) Η δεύτερη περιλαμβάνει τον λόγο που εκφώνησε ο Νέρωνας στην Κόρινθο, στα Ίσθμια, το 67 μ.Χ. με τον οποίο παραχωρούσε ελευθερία στους Έλληνες και απαλλαγή από τους φόρους, καθώς επίσης και τις τιμές που απέδωσαν οι Ακραιφείς στον αυτοκράτορα.
γ) Η τρίτη περιλαμβάνει την κοινωνική προσφορά του Επαμεινώνδα προς τους συμπολίτες του Ακραιφείς, τους Βοιωτούς, και στους Έλληνες γενικότερα.
Εκτός όμως απ΄ αυτές, πλήθος άλλων επιγραφών βρίσκονται ακόμη εντοιχισμένες στο κτίριο που μας βοηθούν να φανταστούμε τη ζωή στο Ακραίφνιο κατά τον 1ον μ.Χ. αιώνα.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και και η αιτία ανέγερσης της εκκλησίας.
Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινού-πολης από τους Φράγκους σταυροφόρους της 4ης σταυροφορίας (1204 μ.Χ.), αρχίζει και η περίοδος της φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Έκτοτε και μεχρι τις αρχές του 14ου μ.Χ. αιώνα το Ακραίφνιο (Καρδίτσα) όπως και όλη η Βοιωτία υπάγεται στο Δουκάτο των Αθήνων.
Στις αρχές του 1311 μ.Χ. οι Καταλανοί μισθοφόροι που βρίσκονταν μέχρι τότε στην υπηρεσία των Φράγκων διατάσσονται από αυτούς να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Αυτοί αρνούνται να υπακούσουν και απαιτούν τους μισθούς που τους οφείλουν και ζητούν την άδεια να εγκατασταθούν στην περιοχή επειδή όπως έλεγαν δεν είχαν άλλο τόπο να μείνουν και ούτε στη πατρίδα τους μπορούσαν να επιστρέψουν. Οι Φράγκοι δεν συμφωνούν και αποφασίζουν να τους εκδιώξουν δια της βίας. Ο Άγγλος ιστορικός Ουίλλιαμ Μίλλερ μας πληροφορεί ότι: Στις 15 Μαρτίου του 1311 μ.Χ. ο Δούκας της Αθήνας Βάλτερ Ντε Μπριέν συγκεντρώνει την αφρόκρεμα των Γάλλων ιπποτών, περίπου 700 άτομα, έξι χιλιάδες ιππείς, τρεις χιλιάδες πεζούς, και αποφασίζει να τους αντιμετωπίσει στην Κωπαΐδα. Ένας Καταλανός χρονογράφος ανεβάζει το σύνολο του Φράγκικου στρατού σε 20.000 πεζούς και ιππείς.
Από την εξέλιξη της μάχης φαίνεται ότι, οι Φράγκοι δεν είχαν υπολογίσει καλά το έδαφος της περιοχής, και μάλιστα τον Μάρτη μήνα που ακόμα δεν είχε περάσει η επίδραση του χειμώνα. Το γρασίδι είχε σκεπάσει το λιμνάζον νερό, πράγμα το οποίο ήξεραν καλά οι Καταλανοί και τους περίμεναν να πέσουν στην παγίδα. Τόση ήταν η καταστροφή των στρατευμάτων των Φράγκων που σύμφωνα με τον ρήτορα Θεόδουλο: «Ουδέ πυρφόρος τις επέζησε, όπως αναγγείλει το συμβάν». Από τους Φράγκους ιππότες διασώθηκαν μόνο τρεις από την σφαγή της Κωπαΐδας. Ο Βονιφάτιος Ντε Βερόνα, ο Ρογήρος Ντελώρ, και ο Αντώνιος Ντε Φλάμα αφέντης της Καρδίτσας (Ακραίφνιο).

Σύμφωνα με μία άποψη κατά την διάρκεια της μάχης ο Ντε Φλάμα έκανε τάμα στον Άη Γιώργη (προστάτης των στρατιωτικών του οποίου η λατρεία είναι ευρέως διαδεδομένη ανάμεσα στους πιστούς τόσο του ορθόδοξου όσο και του καθολικού δόγματος) αν γλίτωνε να του χτίσει εκκλησία. Έτσι σαν εκπλήρωση του τάματος έχτισε στο Ακραίφνιο την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.
Ανεξάρτητα από το κίνητρο του κτήτορα (που προφανώς είναι θαμμένος στο αρκοσόλιο του νότιου τοίχου), εκείνο που έχει ξεχωριστή σημασία είναι ότι ένας Φλαμανδός στην καταγωγή χορηγός ανέλαβε τη δαπάνη για την ανέγερση ενός κτίσματος που ακολουθεί εξ ολοκλήρου βυζαντινά πρότυπα. Αυτό το γεγονός αποκαλύπτει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την ώσμωση που σταδιακά επήλθε μεταξύ των ετερόδοξων πληθυσμών στις περιοχές του ελλαδικού χώρου οι οποίες μετά το 1204 περιήλθαν σε Δυτικούς ηγεμόνες.

Η κτητορική επιγραφή που βρέθηκε και διασώζεται μέχρι σήμερα στο εσωτερικό του, στο μέτωπο του αρκοσολίου, που διαμορφώνεται στο κέντρο του νότιου τοίχου (με αρκετά ορθογραφικά λάθη) λέει τα εξής:
«Ανηγέρθη ο θύος και πάνσεπτος ναός του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου δηά συνεργείας και πόθου πολλού του θεοσεβεστάτου καβαλάρη μισέρ Αντώνη Ντε Φλάμα. Ο δε τέλος ήλιφεν πολλών μαρτύρων όδε τέλος εύρεν ηστωρή(θη) αυτής παρά Γερμανού ιερομονάχου κε καθηγουμένου κε Νικοδήμου ιερομονάχου τον αυτάδελφον τους ανακενήσαντα των οίκον τούτον: «ετ.στωθ.ινδ Θ’».
Το «ετ.στωθ.ινδ Θ’»: σημαίνει έτος 6819 ινδικτιώνος ενάτη, που αντιστοιχεί στον ένατο μήνα του 1311 μ.Χ . Δηλαδή έξι μήνες μετά την φονική μάχη της Κωπαΐδας ο Αντώνιος Ντε Φλάμα πραγματοποίησε το τάμα του.
Από την ίδια επιγραφή συμπεραίνεται επίσης ότι το κτίσμα ανήκε σε μοναστήρι –πιθανότατα αποτελούσε καθολικό–, καθώς μνημονεύονται ως ανακαινιστές του ο ιερομόναχος και καθηγούμενος Γερμανός και ο ιερομόναχος Νικόδημος, χωρίς ωστόσο να είναι εύκολο να διαπιστωθεί η ακριβής σχέση τους με τον κτήτορα «Αντώνη ντε Φλάμα».
Τον Απρίλη του 1841 ο Γάλλος περιηγητής συγγραφέας Buchon επισκέφθηκε το Ακραίφνιο και είναι ο πρώτος που αναφέρει την κτητορική επιγραφή.

 

Το ιδιαίτερο παλιό καμπαναριό του Αϊ-Γιώργη.

Από βορειοδυτικά.

Από βορειοανατολικά.

 

Η κτητορική επιγραφή.

 

img_divider

Αρχιτεκτονική του Ναού

Ο ναός του αγίου Γεωργίου έχει σήμερα κάπως δυσανάλογο όγκο, ο οποίος οφείλεται στον ιδιαίτερα τονισμένο κατά μήκος άξονά του, που προέκυψε με την προσθήκη –στο δυτικό τμήμα του αρχικού κτίσματος του 1311– ενός νάρθηκα και ενός εξωνάρθηκα σε δύο διαφορετικές οικοδομικές φάσεις· έτσι το συνολικό μήκος του ναού ξεπερνά τα 20 μ. Η αρχική μορφή του έχει αλλοιωθεί και με επιμέρους μεταγενέστερες ανακατασκευές και επεμβάσεις.

Στην αρχική φάση του 1311 χρονολογείται ο κυρίως ναός που ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου με τρούλο ναού.
Στην ανατολική πλευρά του κυρίως ναού προσκολλάται το τριμερές Ιερό Βήμα, που απολήγει σε τρεις τρίπλευρες εξωτερικά αψίδες, από τις οποίες η κεντρική έχει μεγαλύτερο πλάτος από τις δύο πλάγιες.
Το όλο κτήριο έχει σχεδόν τετράγωνη κάτοψη, με γενικές εξωτερικές διαστάσεις 9,90 x 9,73 μ., χωρίς να υπολογίζονται οι κόγχες του τριμερούς Βήματος.
Ο τρούλος, που υψώνεται στο σημείο της διασταύρωσης των κεραιών του σταυρού, έχει διάμετρο 2,45 μ. και αποτελεί πιθανότατα μεταγενέστερη ανακατασκευή. Έχει κυλινδρικό τύμπανο και διατρυπάται από τέσσερα μονόλοβα παράθυρα. Στηρίζεται μέσω τόξων και σφαιρικών τριγώνων σε τέσσερις μαρμάρινους, επιχρισμένους σήμερα κίονες που επιστέφονται από ιωνικά κιονόκρανα και ακόσμητα επιθήματα.
Τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα καλύπτονται με χαμηλές ασπίδες, ενώ το τριμερές Ιερό Βήμα καλύπτεται, ως συνήθως, με επιμήκεις καμάρες.
Στο εσωτερικό του ναού, κατά μήκος των δύο πλάγιων τοίχων και σε αντιστοιχία με τους κίονες που στηρίζουν τον τρούλο, διαμορφώνονται τέσσερις παραστάδες που προεξέχουν ελαφρά και εξυπηρετούν τεκτονικές ανάγκες, ενισχύοντας τα σημεία όπου μεταβιβάζεται το βάρος των θόλων.

Ο νάρθηκας στο δυτικό τμήμα του ναού, μήκους περίπου 3,50 μ., προστέθηκε σε μια δεύτερη οικοδομική φάση, η οποία, αν και δεν έχει προσδιοριστεί από τους ερευνητές που έχουν ασχοληθεί με το μνημείο, δε φαίνεται να απέχει χρονικά πολύ από το έτος ανέγερσης του κυρίως ναού. Έχει τριμερή διάταξη που αποτυπώνεται στη διαφορετική κάλυψη των θόλων: το κεντρικό τμήμα καλύπτεται με ημικυλινδρική καμάρα που στηρίζεται σε δύο εγκάρσια τόξα, ενώ τα δύο πλάγια με ελλειπτικούς θόλους. Μέχρι εδώ ο ναός εμφανίζεται σαν ενιαίο οικοδόμημα.

Έξι αιώνες αργότερα, (μεταξύ 1880- 1900 μ.Χ. ) επειδή προφανώς η χωρητικότητα του παλαιού ναού ήταν μικρή και δεν εξυπηρετούσε τις λειτουργικές ανάγκες των κατοίκων αυτής της εποχής προστέθηκε μεγάλος, με ξύλινη δικλινή κεραμοσκέπαστη στέγη, εξωνάρθηκας 7Χ7,70 μ. του ιδίου πλάτους με το αρχαίο κτίσμα χωρίς όμως να αλλοιωθεί το παλαιό. Δηλαδή οι δύο χώροι επικοινωνούσαν από την είσοδο της παλαιάς εκκλησίας. Την ίδια εποχή φαίνεται ότι χτίστηκαν και οι αντιρήδες (σήμερα παραμένουν στη θέση τους οι τέσσερις στο βόρειο τοίχο). Και σ’ αυτή την προέκταση έχουν χρησιμοποιηθεί υλικά από τον αρχαίο ναό, πιθανό δε και από άλλα δημόσια κτήρια της αρχαίας πόλης.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 η τότε εκκλησιαστική επιτροπή μη γνωρίζοντας την μεγάλη αρχαιολογική αξία του κτηρίου γκρέμισε μέρος του τοίχου δεξιά και αριστερά της θύρας επικοινωνίας μεταξύ του κυρίως ναού και του νάρθηκα προκειμένου να ενοποιηθούν οι δύο χώροι. Τεράστιοι καλοδουλεμένοι λίθοι αποκολλήθηκαν από τον φαρδύ τοίχο της οικοδομής και πετάχτηκαν από άγνοια της αξίας τους. Την ίδια εποχή οι παλαιές αγιογραφίες σοβατίστηκαν και πάνω από αυτές έγιναν καινούργιες. Επίσης ταβανώθηκε και σοβατίστηκε η σκεπή του εξωνάρθηκα και έδωσε την όψη ναού στο χώρο. Μέχρι τότε η εκκλησία δεν αντιμετωπιζόταν σαν αρχαιολογικός χώρος, αλλά ως κτίσμα που έπρεπε να προσαρμόζεται στις τρέχουσες θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων.
Στα μέσα τις δεκαετίας του 1960 με την παρέμβαση της 1ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων σταμάτησε κάθε άλλη παρέμβαση των κατοίκων στο κτήριο, αφαιρέθηκε στα περισσότερα σημεία ο καινούριος σοβάς και αποκαλύφθηκαν πάλι οι παλαιές αγιογραφίες, με τις αναπόφευκτες φθορές. Χρονικά αναφέρεται ότι η παρέμβαση της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων άρχισε από το 1964 όταν διαπιστώθηκε η ύπαρξη τοιχογραφιών κάτω από μεταγενέστερο επίχρισμα.
Το 1965 και 1966 επισκευάστηκε η στέγη για αποτροπή εισροής υδάτων στο εσωτερικό του ναού που θα είχε σαν συνέπεια την κατάρρευση του.
Το 1987 καθαρίστηκε, συγκρατήθηκε με κονίαμα και στεριώθηκε το χρώμα της κτητορικής επιγραφής του Ντε Φλάμα. Την ίδια περίοδο αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά και τοιχογραφίες που θεωρούνται σύγχρονες με την επιγραφή του Ντε Φλάμα.
Στα δεξιά του ιερού, στο νότιο τοίχο, δίπλα στο τέμπλο και κάτω από μια φθαρμένη τοιχογραφία των τριών Ιεραρχών αποκαλύφθηκε μια πολύ σπουδαία παράσταση του προφήτη Ηλία, που σύμφωνα με τους ειδικούς είναι έργο του 16ου μ.Χ. αιώνα, των σπουδαίων Θηβαίων ζωγράφων Κονταρήδων.

Η τοιχοποιία ολόκληρου του μνημείου είναι ακανόνιστη και χαρακτηρίζεται από την ευρεία χρήση μεγάλων λαξευμένων λίθων, που προέρχονται από αρχαία κτίσματα της περιοχής. Η επιλογή των αρχαίων λίθων έχει γίνει με ιδιαίτερη επιμέλεια στα εξέχοντα σημεία του, όπως για παράδειγμα στο ανώτερο μέρος της κεντρικής κόγχης του ιερού ή πάνω από το κλεισμένο σήμερα κυκλικό παράθυρο του δυτικού αετώματος του εξωνάρθηκα, όπου έχουν εντοιχιστεί ακόμα και ολόκληρες κλασικές επιτύμβιες στήλες.

Ξεχωριστής σημασίας επίσης είναι οι εντοιχισμένες επιγραφές που χρονο-λογούνται στον 1ο αι. μ.Χ. και αναφέρονται στον Επαμεινώνδα Επαμεινώνδου, έναν ευκατάστατο κάτοικο της αρχαίας Ακραιφίας, ο οποίος κατείχε ιδιαίτερα σημαντική θέση στην περιοχή.

Η τοιχοποιία του αρχικού κτίσματος του 1311 σε ορισμένα εξέχοντα σημεία, όπως για παράδειγμα στο ανατολικό τμήμα ή στο ανώτερο τμήμα των πλάγιων τοίχων, τουλάχιστον όπως μπορεί να διαπιστωθεί κάτω από τα νεότερα επιχρίσματα, χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη επιμέλεια, καθώς ακολουθεί το αμελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Επιπλέον, παρατηρείται η σποραδική χρήση κεραμοπλαστικού διακόσμου κυρίως στο ανατολικό τμήμα του ναού (οδοντωτό γείσο στη στέψη της κεντρικής κόγχης, οδοντωτή ταινία στις τρεις κόγχες του ιερού, πλίνθινο τόξο στο δίλοβο παράθυρο της κεντρικής κόγχης κ.ά.).

 

Κάτοψη του ναού.

 

Εσωτερικό του ναού.

Εσωτερικό του ναού.

 

Κατάλοιπα της παλαιάς τοιχοποιΐας του αρχαίου ναού του Διονύσου.

 

Επιτύμβια στήλη με ανθεμωτή απόληξη,
χρησιμοποιημένη ως υπέρθυρο.

img_divider

Τοιχογραφίες

Στο εσωτερικό του ναού του Αγίου Γεωργίου διατηρούνται τρία στρώματα τοιχογραφιών, εκ των οποίων τα δύο πρώτα, αν και περιορισμένα σε έκταση, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Οι τοιχογραφίες του πρώτου στρώματος είναι σύγχρονες με τη σωζόμενη επιγραφή του 1311, καθώς εντοπίζονται στην καμάρα του αρκοσολίου, όπου βρίσκεται ο τάφος του κτήτορα Antoine le Flamenc. Αποκαλύφθηκαν πρόσφατα, το 1987, κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης, και περιλαμβάνουν δύο μορφές αγγέλων εμπνευσμένων από την Αποκάλυψη, που αρμόζουν με την ταφική χρήση του χώρου. Οι δύο άγγελοι, αν και περιλαμβάνονται στο εικονογραφικό πρόγραμμα του τάφου ενός Λατίνου χορηγού, ακολουθούν τις τάσεις της μνημειακής ζωγραφικής που επικρατούν στο Βυζάντιο στις αρχές του 14ου αιώνα.
Στο δεύτερο στρώμα ανήκει η παράσταση του προφήτη Ηλία που αποκαλύφθηκε ομοίως κατά τη διάρκεια των εργασιών του 1987, κάτω από την υπερκείμενη παράσταση των Τριών Ιεραρχών του τρίτου στρώματος, στο ανατολικό τμήμα του νότιου τοίχου. Η εξαιρετική μορφή του προφήτη Ηλία αποδόθηκε από τη Χ. Κοιλάκου στο καλλιτεχνικό εργαστήριο των Θηβαίων ζωγράφων Γεωργίου και Φράγγου Κονταρή του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα, που μέχρι σήμερα η δράση του ήταν γνωστή από ενυπόγραφα έργα, τα οποία όμως εντοπίζονται όλα έξω από τη Βοιωτία, κυρίως στη βορειοδυτική Ελλάδα. Αυτοί οι δύο ζωγράφοι, μαζί με τον επίσης Θηβαίο Φράγγο Κατελάνο –και αυτός είναι γνωστός μόνο μέσα από τοιχογραφικά σύνολα που βρίσκονται εκτός της Βοιωτίας– κατέχουν εξέχουσα θέση στη ζωγραφική του 16ου αιώνα και αποτελούν τους εκπροσώπους μιας σχολής που είχε ονομαστεί παλαιότερα, λόγω της καταγωγής τους, «σχολή των Θηβών». Η σύνδεση της παράστασης του προφήτη Ηλία με τους αδερφούς Κονταρή και στη συνέχεια η απόδοση από τη Χ. Κοιλάκου στο ίδιο εργαστήριο μιας σειράς τοιχογραφικών συνόλων σε γειτονικές του Ακραιφνίου περιοχές διεύρυναν τον κύκλο των μνημείων της γενέτειράς τους στα οποία έχουν εργαστεί οι δύο ζωγράφοι.
Το τρίτο στρώμα είναι περισσότερο εκτεταμένο και διατηρείται με αρκετές φθορές και επιζωγραφίσεις στο χώρο του Ιερού Βήματος, καθώς και στον κυρίως ναό και συγκεκριμένα στον τρούλο, στην ανατολική καμάρα, στο κατώτερο τμήμα των δύο πλευρικών τοίχων και στο μεταγενέστερο κτιστό τέμπλο. Περιορισμένης έκτασης τοιχογραφίες διατηρούνται και στα κατώτερα μέρη του νάρθηκα, ενώ στην άλλοτε εξωτερική κόγχη που διαμορφώνεται πάνω από την κύρια είσοδο στο δυτικό τοίχο του νάρθηκα –σήμερα βρίσκεται εντός του εξωνάρθηκα– εικονίζεται ο επώνυμος άγιος του ναού ως έφιππος δρακοκτόνος. Οι τοιχογραφίες του τρίτου στρώματος έχουν χρονολογηθεί από τη Χ. Κοιλάκου στις πρώτες τρεις δεκαετίες μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και έχουν αποδοθεί σε άγνωστο ζωγράφο, ο οποίος αυτή την περίοδο εμφάνισε έντονη δραστηριότητα στην περιοχή της Βοιωτίας.

 

Ο προφήτης Ηλίας (16ος αιώνας).

img_divider

Περιβάλλων χώρος και εργασίες αποκατάστασης

Ο περιβάλλων χώρος του μνημείου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σε όλη την έκτασή του είναι συγκεντρωμένα αρχαία γλυπτά από την περιοχή, ενώ στη νοτιοδυτική γωνία του διατηρούνται λείψανα αρχαίου τείχους από μεγάλους πωρόλιθους. Σε μικρή απόσταση από το βόρειο τοίχο του ναού σώζεται καμπαναριό πιθανότατα των Υστεροβυζαντινών χρόνων, που έχει τη μορφή ψηλού κυλινδρικού πύργου, με κατεστραμμένο το ανώτερο τμήμα του. Στην ίδια εποχή ανήκει πιθανότατα και το τμήμα του λιθόκτιστου περιβόλου που διατηρείται στο βόρειο τμήμα του.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου, ευλαβικό αφιέρωμα του Antoine le Flamenc, αποτελεί σήμερα ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Βοιωτίας, που μαρτυρεί τη συνύπαρξη των ετερόδοξων πληθυσμών με τους ντόπιους κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας της περιοχής.
Το 2010 με χρηματοδότηση ΕΣΠΑ, ξεκίνησαν στο μνημείο εργασίες αποκατάστασης. Το 2014 τελείωσε η συντήρηση και ο ναός παραδόθηκε στην τοπική κοινωνία. Ο Άη Γιώργης έχει μετατραπεί σε ένα μικρό μουσείο ενώ στον εξωνάρθηκα εκτίθενται οι αποτοιχισμένες αγιογραφίες. Οι εξωτερικοί τοίχοι της εκκλησίας με το πλήθος των εντοιχισμένων ενεπίγραφων αρχαίων λίθων συμπληρώνουν την αρχαιολογική αξία του ναού.

 

Πηγές:

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΚΡΑΙΦΝΙΟΥ, Κων/νος Ανδρίτσος.
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΩΝ.