Ιερά Μονή Πελαγίας (Γενεθλίου της Θεοτόκου)

Σε απόσταση 6,5 χλμ. από το 103ο χιλιόμετρο της Εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας και 4,5 χλμ από το Ακραίφνιο, είναι κτισμένη η Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, που είναι γνωστή στην περιοχή της Βοιωτίας ως Μονή Πελαγίας. Βρίσκεται επί του Πτώου όρους σε υψόμετρο 551 μ. και σε απόσταση ενός περίπου χιλιομέτρου απο τη θέση Περδικόβρυση, όπου βρίσκονται τα ερείπια του ιερού του Πτώου Απόλλωνα. Σε έγγραφα του 1837 και 1843 που ευρίσκονται στα αρχεία του Κράτους (φάκ. 38) γράφεται ως "Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου της επιλεγομένης Πελαγίας".

Ιστορικά ακράδαντα στοιχεία, όπως επιγραφή, τοιχογραφίες, γραπτά, δεν έχουν βρεθεί. Όλες οι πληροφορίες που υπάρχουν προέρχονται από την παράδοση και παρουσιάζουν πολλές εκδοχές σχετικά με τον χρόνο ίδρυσης, ιδρυτή και ονομασία της Μονής.
Η παράδοση αναφέρει, αόριστα, ότι κτίστηκε κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ενώ κατ΄ άλλους τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι μέχρι το τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα λειτουργούσε ακόμη ο ναός του Πτώου Απόλλωνα και ότι, κατά την διέλευση του Παυσανία από το Ακραίφνιο το 175 μ.Χ. δεν είχε ακόμη διαδοθεί ο χριστιανισμός στην περιοχή, το πιθανότερο είναι να κτίστηκε τον 7ο αιώνα ή και αργότερα.
Μετά την κατάληψη και την λεηλασία των Θηβών από τους Νορμανδούς της Β’ Σταυροφορίας, Μητροπολίτης Θηβών έγινε ο Άγιος Ιωάννης ο Καλοκτένης (29 Απριλίου του 1147 μ.Χ.). Χωρίς να υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία, και κρίνοντας μόνο από τις πολύπλευρες δραστηριότητες του Αγίου στις οποίες περιλαμβάνονται η ίδρυση Μονών, Πτωχοκομείων, Γηροκομείων, Νοσοκομείων κλπ. εκτιμάται ότι συνέστησε και την Μονή πάνω στο προϋπάρχον εκκλησάκι, την οποία κατέστησε Μετόχι της μονής Σαγματά, έτσι ώστε να είναι πλησιέστερα στα κτήματα της Μονής στην περιοχή Σκροπονέρια. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν στοιχεία για να μας βοηθήσουν να παρακολουθήσουμε την όλη εξέλιξή της διά μέσου των αιώνων. Κατ΄ άλλους η Ιερά Μονή συστήθηκε τον 16ο-17ο αι., δύο αιώνες μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οπότε παρατηρήθηκε μια σημαντική αύξηση των Μονών σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. Χαρακτηριστικά, όμως, της τοιχοποιίας, όπως το πάχος, το κονίαμα και η ποιότητα της κατασκευής των κάτω ορόφων όλων των πτερύγων, μαρτυρούν για κτίσμα μάλλον του 12ου αιώνα.

Ο συγγραφέας του βιβλίου "Πελαγία" Αντώνιος Βασιλείου έχει συγκεντρώσει διάφορες παραδόσεις σχετικά με την ονομασία της Μονής.
Μια παράδοση είναι ότι κάποιος άγνωστος που είχε σχέσεις και δεσμούς με τη θάλασσα και τα επικίνδυνα ταξίδια ανήγειρε τη Μονή για να έχει την εύνοια της αγίας της Θαλάσσης - Πελάγους.
Μία άλλη παράδοση λέει ότι πήρε το όνομα της από κάποια Ρωμαία Πελαγία η οποία, αφού ασπάστηκε το χριστιανισμό, κατέφυγε εκεί και έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι.

Κάποτε αυτή ταξίδευε με κατοίκους της περιοχής και ξαφνικά έγινε μεγάλη θαλασσοταραχή ώστε να κινδυνεύσει το σκάφος να βυθιστεί. Η Πελαγία γονάτισε και προσευχήθηκε να κοπάσει η θάλασσα, πράγμα που έγινε. Τότε όλοι οι συνταξιδιώτες πίστεψαν στο Χριστό και ανήγειραν στην περιοχή που ασκήτευε η Πελαγία ναΐσκο αφιερωμένο στο Γενέθλιο της Θεοτόκου, στη Μητέρα του Θεού που επεκαλείτο η Πελαγία στις προσευχές της. Έκτοτε η Πελαγία έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και αγάπης από τους κατοίκους της περιοχής τόσο ώστε επεκράτησε να λέγεται η Μονή της Πελαγίας.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση τα πολύ παλιά χρόνια στο λεκανοπέδιο όπου βρίσκεται η Μονή υπήρχε μια λίμνη. Κάποτε η Παναγία εμφανίσθηκε στους ποιμένες της περιοχής και τους ζητούσε να ανασύρουν την εικόνα Της από το βυθό της λίμνης. Πράγματι οι ποιμένες βρήκαν την εικόνα της Παναγίας και όταν ανηγέρθη ο ναός ονομάσθηκε της "Πελαγίας" διότι η εικόνα βρέθηκε στο πέλαγος.

Άλλοι πάλι λένε ότι ονομάσθηκε Μονή Πελαγίας για να τονισθή το "πέλαγος της αγάπης" με το οποίο περιβάλλει η Μητέρα του Θεού τους ευσεβείς Χριστιανούς. Ο Γ. Τσεβάς στο βιβλίο του "Ιστορία των Θηβών" αναφέρει ότι μερικοί πιστεύουν πώς ονομάσθηκε Μονή Πελαγίας επειδή κείται στην πλαγιά του όρους και τούτο ίσως το στηρίζει στο ότι πολλοί ντόπιοι αποκαλούν ακόμα και σήμερα την Μονή Πλαγία αντί Πελαγία.
Ίσως πάλι με αυτό το όνομα να γίνεται και κάποια διάκριση μεταξύ των πολλών Μονών της Βοιωτίας που είναι αφιερωμένες στην Παναγία (Ευαγγελιστρίας, Ιερουσαλήμ, Μακαριωτίσσης, Σκριπούς, Πελαγίας).
Πάντως καμιά σχέση δεν φαίνεται να έχει η ονομασία της Μονής "Πελαγίας" με τις γνωστές Αγίες Πελαγίες. Εάν το Καθολικό ήταν αφιερωμένο σε κάποια από τις Οσίες Πελαγίες, δηλαδή της Τήνου (23 Ιουλίου) ή την από Εταιρίδων και την Οσία Πελαγία την Παρθένο (8 Οκτωβρίου) ή την Μάρτυρα Πελαγία (4 Μαΐου), η Ιερά Μονή θα πανηγύριζε τότε και όχι στο Γενέσιο της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου. Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι τα γειτονικά χωριά Ακραίφνιο και Κόκκινο πανηγυρίζουν την ίδια ημέρα και οι γυναίκες που φέρουν το όνομα Πελαγία εορτάζουν -κατά παράδοση- στις 8 Σεπτεμβρίου, γιορτή της Παναγίας.

Η ιερά Μονή φαίνεται ότι έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821. Τότε είχε πάνω από 50 μοναχούς και έλαβε ενεργό μέρος στον αγώνα στηρίζοντας ποικιλοτρόπως τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Υψηλάντη και του Ανδρούτσου. Ηγούμενος αυτά τα χρόνια ήταν ο ιερομόναχος Άνθιμος Γεωργίου από το Μουρίκι (1799-1843). Όταν μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, οι Βαυαροί το 1833 έκλεισαν με διάταγμα πάνω από 400 μοναστήρια η ιερά Μονή Πελαγίας κρίθηκε διατηρητέα, όπως φαίνεται σε έγγραφα που βρίσκονται στα αρχεία του Κράτους. Στην απογραφή που έγινε το 1837 υπηρετούσαν στη Μονή 7 μοναχοί και 7 υπηρέτες και φαίνεται να υπάρχουν μοναχοί από το 1786. Στην ίδια απογραφή καταγράφονται και τα όρια σε άδενδρη έκταση μετρούμενη σε πεζοπορία 2,30 ωρών προς κάθε κατεύθυνση. Επίσης, καταγράφονται μετόχια της Μονής στα Σέγγενα, κοντά στην Υλίκη, με εκκλησάκι των Ταξιαρχών, στα Σκροπονέρια, με εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, στη Λάρυμνα με εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, σπίτι και νερόμυλο και μετόχι στο Μαρτίνο.

Στις 20 Ιουλίου του 1868 όταν ηγούμενος ήταν ο Ιερώνυμος, ήρθε στη Μονή ο Αβέρκιος Καρύδης. Μετά από 4 χρόνια στις 24 Αυγούστου του 1872 γίνεται ο ίδιος ηγούμενος της Ιεράς Μονής. Από τότε άρχισε η μεγάλη άνθιση. Ο αριθμός των μοναχών επί των ημερών του έφθασε τους 60. Το 1899, με την βοήθεια και τη συμπαράσταση του μητροπολίτη Βοιωτίας Ιερώνυμου Βλαχάκη, άρχισε την ανακαίνιση της Μονής κτίζοντας “εκ θεμελίων” το καθολικό το οποίο είχε καταστραφεί από σεισμό ή πυρκαγιά, ανακαίνισε τα κελιά της νότιας πτέρυγας και το Ηγουμενείο. Στη θέση, λοιπόν, του προϋπάρχοντος ναού αποπερατώθηκε με ανοικοδόμηση το Καθολικό το 1906. Ναός πανύψηλος, επιβλητικός, σταυροειδής, με πελεκητή εξάπλευρη πέτρα αφιερωμένος στη Γέννηση της Θεοτόκου. Επίσης εγκατέστησε ελαιοτριβείο στα Σκροπονέρια και αλευρόμυλο στη Λάρυμνα καθιστώντας την Ιερά Μονή ανεξάρτητη από τη μονή Σαγματά.

Μετά τον θάνατο του Αβέρκιου το 1913, αρχίζει η παρακμή της μονής έτσι ώστε το 1928 να υπηρετούν μόνο τρεις μοναχοί με ηγούμενο τον ανιψιό του Αβέρκιου, Νικηφόρο. Το 1935 με Βασιλικό Διάταγμα έγινε πάλι μετόχι της ιεράς Μονής Σαγματά. Το 1936 στο περιοδικό «Ύπαιθρος» αναφέρεται ότι υπηρετούσε στην ιερά Μονή Πελαγίας κάποιος μοναχός με το όνομα Νικόδημος που προερχόταν από την ιερά Μονή Σαγματά και είχε εγκατασταθεί εκεί, για να την επιβλέπει σαν μετόχι της. Σύμφωνα με την μαρτυρία των Α. και T. Notton, το 1940 υπάρχει μόνο ένας μοναχός. Ίσως είναι ο ίδιος μοναχός που αναφέρεται παραπάνω.
Τις επόμενες δεκαετίες και μέχρι το 1968 στο μοναστήρι δεν υπάρχει κανείς μοναχός. Είναι τελείως εγκαταλειμμένο και ερειπωμένο. Η εκκλησία λειτουργεί μια φορά το χρόνο, όταν πανηγυρίζουν τα δύο χωριά Ακραίφνιο και Κόκκινο και περιστασιακά όταν κάποιος πιστός θέλει να ανοίξει την εκκλησία. Τα καλοκαίρια πολλοί κάτοικοι του Ακραιφνίου και του Κοκκίνου κατασκηνώνουν στον περιβάλλοντα χώρο της Μονής και κάνουν τις διακοπές τους. Πολλοί χρησιμοποιούν τα κελιά για την παραμονή τους και έτσι δίνουν ζωή στο μοναστήρι, διατηρούν την καθαριότητα και πολλές φορές κάνουν οι ίδιοι διάφορες μικροεπισκευές για τη στεγανότητα των σκεπών και των παραθύρων.

Τον Ιούλιο του 1968 έρχεται στο μοναστήρι η Λειβαδίτισα γερόντισσα Μακρίνα Τσιροπούλα (+2004). Με την συμπαράσταση του τότε Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας Νικόδημου (1967-1981) και της Ηγουμένης της ιεράς Μονής Ευαγγελίστριας Ανθούσης, καθώς και την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων των κοινοτήτων Ακραιφνίου και Κοκκίνου, άρχισε μια μεγάλη προσπάθεια ανασυ- γκρότησης της σχεδόν ερειπωμένης Μονής. Με απίστευτη θέληση και θάρρος, σπάνιο για γυναίκα εντελώς μόνη σε έρημο περιβάλλον και μακριά από κατοικημένη περιοχή, με μόνο εφόδιο την πίστη στο θεό, παρέμεινε εκεί 19 ολόκληρα χρόνια και ανακαίνισε μεγάλο τμήμα των ερειπίων. Έκτισε τό παρεκκλήσι του Αγίου Αλεξίου ως κοιμητήριο, μετέτρεψε έναν αχυρώνα σε παρεκκλήσι της Αγίας Μάρτυρος Πελαγίας (που τιμάται στις 4 Μαΐου, έτσι ώστε οι άνθρωποι να προσκυνούν και κάποια Αγία Πελαγία), φρόντισε για τηλέφωνο, δρόμο κλπ.

Τον Ιούλιο του 1987, μια νέα αδελφότητα, αποτελούμενη από πολλές νέες και μορφωμένες μοναχές, με ηγουμένη την αειμακάριστη μοναχή Φωτεινή Ντέμου (10-12-2007), έχοντας τις ευχές του πρώην Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας και νυν Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμου και την συγκατάθεση της γερόντισσας Μακρίνας, εγκαταστάθηκε στη Μονή και αυνέχισε την εξωράιση και τη ζωή της Μονής. Αποπερατώθηκε η ανατολική πτέρυγα με εσωτερικό εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, έγιναν έργα υποδομής στην αυλή, δημιουργήθηκαν καινούριοι χώροι, κτίρια, έγινε ηλεκτροδότηση και υδροδότηση, διάνοιξη καινούριου δρόμου, ανακαινίστηκε η βορεινή πτέρυγα και αγιογραφήθηκε το Καθολικό. Ύστερα από πολλές παρεμβάσεις τόσο στους εσωτερικούς όσο και στους εξωτερικούς χώρους, το μοναστήρι σήμερα εμφανίζει μια εντυπωσιακά επιβλητική όψη.

Σήμερα εγκαταβιώνουν στην Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου-Πελαγίας αρκετές μοναχές με ηγουμένη την Σιλουανή, που αγωνίζονται να συνεχίσουν την Ορθόδοξη Παράδοση με τον ησυχαστικό τρόπο ζωής, ενώ παράλληλα ασχολούνται κυρίως με το χρυσοκέντημα και την έκδοση των βιβλίων του πνευματικού της Μονής, Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ. Ιερόθεου (κατά κόσμο Γεωργίου Βλάχου).

 

 

 

 

 

Η προτομή του Αβέρκιου Καρύδη.

 

Η ερειπωμένη εσωτερική αυλή
σε φωτογραφία του 1968.