Η αρχιτεκτονική του ναού

Ο ναός της Παναγίας Σκριπούς είναι ένα πασίγνωστο και πολυσυζητημένο μνημείο. Έχει μήκος 28,5 μέτρα, πλάτος 20,5 και ύψος 19 μέτρα περίπου. Παρά το γεγονός ότι ο ναός είναι ακριβώς χρονολογημένος το 873/4, παραμένει ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο μνημείο, καθώς η τόσο πρώιμη χρονολόγηση του και η απουσία άλλων σύγχρονων του κτιρίων, ώστε να είναι δυνατές οι απαραίτητες συγκρίσεις, έχει διχάσει τους ερευνητές. Πολλές μελέτες αναφέρθηκαν στο ναό, ενώ οι σημαντικότεροι μελετητές της βυζαντινής αρχιτεκτονικής έχουν δημοσιεύσει την άποψη τους για την καταγωγή και τις επιρροές που οδήγησαν στη μορφή του κτιρίου.

Η επικρατούσα όμως άποψη για τον ρυθμό είναι πως έχει πολλά στοιχεία του σταυροειδή εγγεγραμμένου με τρούλο (δηλαδή σχηματίζεται ένας σταυρός και εκεί που ενώνονται οι δύο άξονες του σταυρού, δεσπόζει ο τρούλος της εκκλησίας), αλλά δεν αποτελεί τον πλήρως διαμορφωμένο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό.

Ο συγκεκριμένος ρυθμός χαρακτηρίζεται ως μεταβατικός Ελλαδικός και προέρχεται από το συνδυασμό του ελεύθερου σταυρού με την τρίκλιτη θολωτή βασιλική. Στους ναούς του ρυθμού αυτού, ο οποίος έχει πολύ περιορισμένη διάδοση, υπάρχει ενιαίος πρόναος, ενώ τα πλάγια κλίτη του κυρίως ναού επικοινωνούν με το κεντρικό με πολύ μικρά ανοίγματα. Ο ρυθμός εντοπίζεται κυρίως στη νότια Ελλάδα και τα νησιά, εμφανίστηκε γύρω στον 8ο αιώνα, γνώρισε διάδοση στον 9ο και 10ο αιώνα, ενώ γύρω στον 11ο αιώνα σταμάτησε να υπάρχει. Η Παναγία η Σκριπού αποτελεί το σημαντικότερο μνημείο αυτού του τύπου, που σώζεται μέχρι και σήμερα.

Η εκκλησία αποτελείται από ένα χαμηλό καμαρωτό πρόπυλο, το οποίο τονίζει την κύρια είσοδο, από το νάρθηκα, τον κυρίως τρουλωτό ναό και το τριάψιδο ιερό βήμα. Εξωτερικά, αξίζει να παρατηρήσει κανείς τα μαρμάρινα γείσα που χωρίζουν τις επιφάνειες του ναού, τα τόξα των παραθύρων και των θυρών, καθώς και την οδοντωτή ταινία που περιτρέχει το κτίριο στο ύψος των κάτω παραθύρων. Η οδοντωτή ταινία είναι ένα είδος κεραμοπλαστικού διάκοσμου, που στους επόμενους βυζαντινούς αιώνες γνώρισε μεγάλη διάδοση. Πιθανολογείται πως χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σ΄ αυτό το ναό, αλλά, σε κάθε περίπτωση, ο ναός της Παναγίας αποτελεί το παλαιότερο σωζόμενο παράδειγμα χρησιμοποίησής του. Αξιοσημείωτη και η ύπαρξη ενός κατακόρυφου ηλιακού ρολογιού εντοιχισμένο στην νότια πλευρά του ναού.

Ως οικοδόμημα είναι επιβλητικότατο και μεγαλοπρεπέστατο, κτισμένο με μεγάλη φροντίδα και επιμέλεια. Για το κτίσιμο της εκκλησίας φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκαν υλικά από τον παλαιοχριστιανικό ναό που έδρευε στο ίδιο σημείο, αλλά και από ερειπωμένα προχριστιανικά μνημεία του Ορχομενού.

Οι αρχιτέκτονες, χωρίς αμφιβολία, πρέπει να ήταν γνώστες της τέχνης της Κωνσταντινουπόλεως. Μάλιστα, ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η εκκλησία της Παναγίας έχει μακρινή συγγένεια με την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως και με εκκλησίες της Αρμενίας.

Η οικοδομική φάση του 9ου αιώνα σώθηκε σε μεγάλο ποσοστό και παρατηρείται στα κατώτερα μέρη της τοιχοποιίας του ναού. Χαρακτηρίζεται από τη χρήση μελών μεγάλων διαστάσεων, συλήματα από τον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο του Ορχομενού. Τα μέλη αυτά συναρμόζονται με λίγες μικρότερες πέτρες και άφθονο κονίαμα, χωρίς καθόλου τούβλα. Κυριαρχούν οι σπόνδυλοι αρράβδωτων κιόνων με μήκος ίσο με το πλάτος των τοίχων του ναού, που δίνουν και το πρωτότυπο και μοναδικό αισθητικό αποτέλεσμα στο μνημείο. Τα σωζόμενα ανοίγματα της αρχικής οικοδομικής φάσης είναι τοξωτά, κατασκευασμένα όλα με λίθινους πελεκητούς θολίτες, εκτός από τα παράθυρα της πρόθεσης και του διακονικού, στα οποία χρησιμοποιήθηκαν τούβλα για το γύρισμα των τόξων. Χωρίς αμφιβολία και το παράθυρο της κεντρικής αψίδας του ιερού βήματος θα ήταν κατασκευασμένο με τον ίδιο τρόπο.

Σήμερα σώζονται μόνο οι πλάγιες παραστάδες, ενώ τη θέση του έχει πάρει μικρότερο άνοιγμα της εποχής της τουρκοκρατίας. Η αρχική του μορφή εύκολα μπορεί να αναπαρασταθεί, γιατί το πλάτος του είναι ακριβώς τριπλάσιο των ανοιγμάτων της πρόθεσης και του διακονικού. Συνεπώς πρόκειται για ένα τρίλοβο τοξωτό παράθυρο με ισοϋψή τόξα, αφού το ύψος της γένεσης της κόγχης δεν επιτρέπει την ύπαρξη ψηλότερου τόξου στο μεσαίο λοβό. Τέλος, υπήρχαν δύο, τοιχισμένα σήμερα, δίλοβα παράθυρα με πέτρινους θολίτες στο βόρειο και το νότιο τοίχο του νάρθηκα. Διακρίνονται μόνο τα κιονόκρανα των αμφικιονίσκων κατά χώραν.

Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της φάσης κατασκευής είναι η μοναδική οδοντωτή ταινία, που περιτρέχει το ναό στις γενέσεις των ανοιγμάτων, σε σταθερό ύψος 2 μ. από το σημερινό επίπεδο του εδάφους. Μόνο στην αψίδα του ιερού βήματος αλλάζει κατεύθυνση και ανεβαίνει σε ψηλότερη κατά 0,50 μ. στάθμη. Ακόμα, στην αρχική φάση υπήρχαν ανάγλυφοι διακοσμητικοί κοσμήτες εξωτερικά σε πέντε στάθμες. Από αυτούς άλλοι σώζονται κατά χώραν, ενώ οι υπόλοιποι υπάρχουν στη συλλογή γλυπτών μελών του ναού. Οι κοσμήτες των εξωτερικών επιφανειών ξεχωρίζουν εύκολα από αυτούς του εσωτερικού, γιατί η κοσμημένη τους επιφάνεια είναι επίπεδη και περιβάλλονται από αστραγάλους, ενώ οι δεύτεροι έχουν λοξότμητη κοσμημένη επιφάνεια.

Το μνημείο όσο και αν φαίνεται σχετικά άθικτο από την πάροδο του χρόνου, δεν απέκτησε τη σημερινή του μορφή σε μία ημέρα. Επανειλημμένα στην ιστορία του υπέστη μεγάλες επεμβάσεις, που άλλαξαν, αν όχι τη γενική του διάταξη, οπωσδήποτε όμως τη μορφή του. Συνοπτικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε τις παρακάτω οικοδομικές φάσεις του μνημείου:

  1. 873/4. Ανέγερση του ναού από το βασιλικό πρωτοσπαθάριο επί των Οικιακών Λέοντα, πιθανώς στη θέση παλαιοχριστιανικού ναού.
  2. Μέση βυζαντινή εποχή, πριν από το 12ο αιώνα. Εκτεταμένες ζημιές στο κτίριο και ανακατασκευές στο βόρειο και το νότιο σκέλος, που στη δυτική τους γωνία φθάνει μέχρι το έδαφος. Κατασκευή του δυτικού προστώου, πιθανώς για να αντικαταστήσει ένα μικρότερο στηριγμένο σε πέτρινα φουρούσια, παρόμοια με αυτό της νότιας όψης, που καταστράφηκε από το σεισμό. Πιθανή αντικατάσταση του τρούλου.
  3. Τουρκοκρατία, πριν από το 18ο αιώνα. Νέες εκτεταμένες επισκευές με την ανακατασκευή του επάνω μέρους του βόρειου και του νότιου σκέλους, από τη στάθμη σχεδόν των τρίλοβων παραθύρων και πάνω, του κεντρικού τμήματος του ανατολικού τοίχου του
    ανατολικού σκέλους. Απόφραξη των παραθύρων πιθανώς όχι συγχρόνως με τις παραπάνω επισκευές. Πιθανή αντικατάσταση και του τρούλου. Κατασκευή κωδωνοστασίου στο δυτικό σκέλος.
  4. 1869 (ή 1839). Κατασκευή κτιστών αντηρίδων για την ενίσχυση του μνημείου.
  5. 1929. Ανακατασκευή μετά το σεισμό του 1894 μεγάλων τμημάτων του βόρειου και του νότιου σκέλους από τη στάθμη των κοσμητών και πάνω, κατασκευή ενισχυτικών τόξων από οπλισμένο σκυρόδεμα εσωτερικά, καθώς και των τριών καμάρων των κεραιών εκτός της δυτικής. Καθαίρεση του παλαιού κωδωνοστασίου.
  6. 1939. Καθαίρεση και ανακατασκευή του τρούλου, ανέγερση νέου κωδωνοστασίου, ανακεράμωση των στεγών.
  7. 1960-66. Μικρότερης σημασίας επεμβάσεις, όπως η αποχωμάτωση του εξωτερικού και διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, καθώς και η καθαίρεση της μεγάλης βόρειας αντηρίδας.
  8. 1994-95. Εργασίες για αποκάλυψη και συντήρηση των τοιχογραφιών των ιερών και καθαρισμού των γλυπτών του νάρθηκα.
  9. 2006. Καθαρισμός με αμμοβολή του εσωτερικού του ναού από την καπνιά της πυρκαγιάς του 1995, κατέβασμα του δαπέδου που αποκάλυψε το ψηφιδωτό δάπεδο του παλαιοχριστιανικού ναού, τους τάφους των κτητόρων και των μοναχών που σφαγιάστηκαν από τους Τούρκους και ανακεράμωση της σκεπής και του τρούλου.

Οι τόσο εκτεταμένες κατά καιρούς καταστροφές δεν μπορεί παρά να σημαίνουν κατ' αρχήν την ευπάθεια του κτιρίου στους σεισμούς, λόγω της μορφής του και του μεγάλου ύψους του, παρά τη φαινομενική στιβαρότητα της κατασκευής του. Η δομική αυτή αστάθεια προδίδει την πρωτοτυπία και τη μεταβατικότητα της μορφής του κτιρίου ή ακόμα και τον πειραματισμό στην κατασκευή του, γεγονός που είχε επισημανθεί από τους μελετητές. Αλλά και οι άμεσες ανοικοδομήσεις μετά από κάθε καταστροφή προδίδουν τη σημασία που είχε ανέκαθεν για την περιοχή αυτή, ώστε οι κάθε φορά αρμόδιοι να σπεύδουν να προβούν σε τόσο σημαντικές δαπάνες για την επισκευή του.

Για περισσότερες και αναλυτικές πληροφορίες μπορείτε να διαβάσετε ή να κατεβάσετε στον υπολογιστή σας την εργασία του Σωτήρη Βογιατζή (αρχιτέκτων μηχανικός και Δόκτωρ της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ) που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο 17ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης (Αθήνα, 1997) με τίτλο: "ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΚΡΙΠΟΥΣ ΣΤΗ ΒΟΙΩΤΙΑ".

 

Βορειοδυτική απόψη.
Βορειοανατολική άποψη.
Τομή κατά μήκος (σχ. Σ. Βογιατζή).
Τομή κατά πλάτος (σχ. Σ. Βογιατζή).
Βόρεια όψη (σχ. Σ. Βογιατζή).
Ανατολική όψη (σχ. Σ. Βογιατζή).
Νότια όψη (σχ. Σ. Βογιατζή).
Δυτική όψη (σχ. Σ. Βογιατζή).

Η παλιά πύλη της μονής.

Τα κελλιά νότια του ναού.

Το ανατολικό τμήμα των κελλιών.

Τα κελλιά σε παλαιότερη φωτογραφία.