Η φυσική λίμνη της Υλίκης (9η σε μέγεθος στην Ελλάδα) βρίσκεται στην ανατολική Στερεά Ελλάδα, στο νομό Βοιωτίας, στα νοτιοανατολικά όρια του Δήμου Ορχομενού και στα βορειοδυτικά του Δήμου Θηβαίων. Παλαιότερα ονομαζόταν και Λικέρι ενώ στην αρχαία εποχή το όνομα τονιζόταν στη λήγουσα "Υλική" και προέρχεται από την αρχαία πόλη Ύλη ή Ύλαι. Ως πιθανή θέση της πόλης αυτής αναφέρεται η κορυφή μικρού υψώματος ανάμεσα στους πρόποδες του Πτώου όρους και της λίμνης Υλίκης, όπου υπάρχουν βυζαντινά τείχη με θεμέλιους λίθους των Ελληνιστικών χρόνων. Στην πόλη αυτή κατασκευάζονταν οι ξακουστές βοιωτικές ασπίδες με πρωτομάστορα τον Τυχίο που τον αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Πριν την αποξήρανση της Κωπαΐδας το μέσο βάθος της λίμνης ήταν μόλις 3,8 μέτρα. Μετά την αποξήρανση η έκταση σχεδόν διπλασιάστηκε και η μέση στάθμη ανήλθε κατά 25-30 μέτρα.
Η Υλίκη βρίσκεται σε συντεταγμένες 38°24'26"N, 23°16'49"E στη λεκάνη που σχηματίζουν τα βουνά Κτυπάς ή Μεσσάπιο (1.021 μέτρα) ανατολικά, Πτώο (726 μέτρα) βόρεια, Σφίγγειο (565 μέτρα) δυτικά και από χαμηλούς λόφους νότια. Η λεκάνη της δέχεται τα νερά της αποξηραμένης Κωπαΐδας λίμνης μέσω του ποταμού Βοιωτικού Κηφισού, αλλά εμπλουτίζεται και από υπόγειες πηγές και άλλα μικρότερα υδάτινα ρεύματα από τα βουνά που την περικλείουν.
Η έκτασή της αν και αυξομειώνεται ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες καλύπτει σχεδόν 22 τετραγ. χλμ., το μέγιστο βάθος της φτάνει τα 38,5 μέτρα (με μέσο βάθος 28,8 μέτρα), ενώ η συνολική ποσότητα νερού (όταν είναι γεμάτη), ανέρχεται περίπου στα 663.000.000 κυβικά μέτρα.
Σε μικρή απόσταση βορειοανατολικά της Υλίκης βρίσκεται ή μικρότερη Παραλίμνη, (15 τετραγ. χλμ.) η αρχαία Τρεφία ή Ουγγρία, που ως προς την επιφάνεια της στάθμης βρίσκεται 20 μέτρα χαμηλότερα, με την οποία συνδέεται με διώρυγα μήκους 2,5 χιλιομέτρων. Παλαιότερα μέσω αυτής της διώρυγας, ανάλογα με τις εποχές, τα πλεονάζοντα νερά της Υλίκης διοχετεύονταν στην Παραλίμνη και από εκεί στον Ευβοϊκό Κόλπο.
Λόγω της ασβεστολιθικής σύστασης του πυθμένα της Υλίκης, υπάρχουν πολλά καρστικά υπόγεια έγκοιλα και καταβόθρες που συντελούν στην παροχέτευση πρόσθετου υδάτινου δυναμικού (30%) προς την Παραλίμνη και τον Βόρειο Ευβοϊκό Κόλπο. Στο παρελθόν έγιναν προσπάθειες στεγανοποίησης του πυθμένα οι οποίες όμως δεν απέδωσαν.
Η Υλίκη έχει σχήμα ακανόνιστο, με βραχώδεις όχθες που παρουσιάζουν έντονο οριζόντιο διαμελισμό και γεωμορφολογική σύσταση με πληθώρα καταβοθρών, ρηγμάτων και ρωγμών. Η μέση στάθμη βρίσκεται σε υψόμετρο 80 περίπου μέτρα, το μέσο βάθος της είναι 28,8 μέτρα ενώ το μέγιστο φτάνει τα 38,5 μέτρα. Οι όχθες της στερούνται ή έχουν ελάχιστη βλάστηση, και μόνο λίγη μεσογειακή μακία προσδιορίζει το περίγραμμα της λίμνης. Σε τμήματα της περιμετρικής ζώνης υπάρχουν αροτριαίες καλλιέργειες, φρύγανα και θαμνώνες αείφυλλων πλατύφυλλων (Quercus coccifera πρίνος, Pistacia lentiscus σχίνος).
Έχει διαπιστωθεί ότι στον βυθό της ζει το ενδημικό είδος καλαμίθρα, το οποίο το βρίσκουμε μόνο εδώ σε όλα τα Βαλκάνια. Στα νερά της κολυμπούν επίσης κυπρίνοι (το γνωστό γριβάδι) που έχουν εμπλουτισθεί από γόνο. Κατά τους χειμερινούς μήνες φιλοξενεί και αρκετό αριθμό πουλιών που έρχονται να ξεχειμωνιάσουν.
Τα Σαββατοκύριακα πολλοί ψαράδες, ακόμη και μεγάλες παρέες κατασκηνώνουν στις όχθες της λίμνης και στήνουν τα καλάμια τους με διαίτερα αποδοτικές ψαριές. Οι επισκέπτες θα αντικρύσουν εικόνες σπάνιας ομορφιάς, ιδιαίτερα την Άνοιξη που τα χρώματα και οι ήχοι μαγεύουν. Πάπιες και άλλα παρυδάτια πτηνά ακόμα και γερανούς μπορούν να δουν.
Η περιοχή Υλίκης-Βοιωτικού Κηφισού-Παραλίμνης έχει ενταχθεί στο "Δίκτυο Natura 2000" (GR 2410001) στην κατηγορία Α, σύμφωνα με την οδηγία 92/93 της Ε.Ε. για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων. Η ευρύτερη περιοχή, κυρίως με την Υλίκη και Παραλίμνη, τον ποταμό Κηφισσό, τον ποταμό Μέλανα και τις πηγές των Χαρίτων, θεωρείται σε Ευρωπαϊκό επίπεδο περιοχή σημαντική για τα πουλιά, ενώ αποτελεί το νοτιότερο σημείο φωλιάσματος των πελαργών στην Ελλάδα (αποτελούν καταφύγια θηραμάτων και περιέχονται στους καταλόγους CORINE).
Οικισμοί κοντά στην Υλίκη:
Ακραίφνιο
Αλίαρτος
Βάγια
Θήβα
Κόκκινο
Μαυρομμάτι
Μουρίκι
Ύπατο
Η συνεχής αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, την αύξηση της κατανάλωσης νερού. Τα αποθέματα της λίμνης του Μαραθώνα δεν επαρκούσαν, γι’ αυτό από το 1956 η λίμνη Υλίκη εντάχθηκε στο υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας. Μετά από πολλά τεχνικά έργα που έγιναν το 1957-1959 πρόσφερε ανεκτίμητη συμβολή στην
ύδρευση της Αθήνας, μέσω της λίμνης του Μαραθώνα.
Τα νερά της Υλίκης, με μιαν αύλακα και σήραγγα, και πάρα πέρα, στη θέση Μουρίκη - Βίλιζα, με άντληση — γιατί χρειάζεται να υψωθούν σε νέο επίπεδο λόγω της χαμηλής υψομετρικής της θέσης — μεταφέρονταν τελικά στη λίμνη τού Μαραθώνα και λειτουργούσε ως ταμιευτήρας που τροφοδοτούσε την λίμνη του Μαραθώνα για τις υδρευτικές ανάγκες της Αθήνας. Τα αντλιοστάσια όμως καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, γι΄αυτό η υδροληψία και η μεταφορά νερού από την Υλίκη παρουσιάζει υψηλό λειτουργικό κόστος. Από τους ταμιευτήρες της ΕΥΔΑΠ μόνο αυτός της Υλίκης είναι φυσικά σχηματισμένη λίμνη.
Στην Υλίκη υπάρχει το χερσαίο κεντρικό αντλιοστάσιο με παροχετευτική ικανότητα: 750.000 κ.μ. νερού/ημέρα, εγκατεστημένη ισχύ: 21.000 ίπποι και ελάχιστη στάθμη αναρρόφησης: +71 μέτρα από τη στάθμη της θάλασσας και το πλωτό αντλιοστάσιο (που μεταφέρει νερό από τα βαθύτερα σημεία του ταμιευτήρα προς το κεντρικό αντλιοστάσιο) με παροχετευτική ικανότητα: 800.000 κ.μ. νερού/ημέρα, εγκατεστημένη ισχύ: 5.000 ίπποι και ελάχιστη στάθμη αναρρόφησης: +44 μέτρα από τη στάθμη της θάλασσας.
Και πάλι όμως η αύξηση του πληθυσμού της Αθήνας ξεπέρασε τις δυνατότητες των δύο λιμνών. Στο διάστημα μεταξύ 1969-1979 κατασκευάστηκε φράγμα στον ποταμό Μόρνο, που βρίσκεται στο νομό Φωκίδος, καθώς και το υδραγωγείο του Μόρνου. Είναι το ψηλότερο φράγμα της Ευρώπης, ύψους 126 μ. Η τεχνητή λίμνη του Μόρνου έχει χωρητικότητα 780 εκατ. κ.μ. νερού. Από το Μόρνο το νερό φτάνει στην Αθήνα μέσω του υδραγωγείου του Μόρνου, που είναι ένα κανάλι ελεύθερης ροής και διασχίζει τους νομούς Φωκίδος, Βοιωτίας και Αττικής. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα
υδραγωγεία στην Ευρώπη, έχει μήκος 192 χλμ. και από το 1981 το περισσότερο νερό για την ύδρευση της ελληνικής πρωτεύουσας προέρχεται από την τεχνητή λίμνη του Μόρνου.
Το 1992 ξεκίνησε και το 2001 ολοκληρώθηκε και άρχισε να λειτουργεί το φράγμα στον ποταμό Εύηνο στο νομό Αιτωλοακαρνανίας. Το ύψος του είναι 124 μ. και η τεχνητή λίμνη έχει χωρητικότητα 140 εκατ. κ.μ. νερού. Το νερό από τον Εύηνο μεταφέρεται πρώτα στην τεχνητή λίμνη του Μόρνου μέσω μιας ενωτικής σήραγγας, μήκους 29,4 χλμ. και κατόπιν μέσω του υδραγωγείου του Μόρνου φτάνει στην Αθήνα αφού έχει διασχίσει πρώτα 4 νομούς.
Σήμερα η Υλίκη λειτουργεί ως βοηθητική πηγή υδροληψίας της Αθήνας μόνο για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Λόγω αυτής της εξέλιξης, από το 1992 έχει σχεδόν επανακτήσει το σύνολο των υδάτων της και χρησιμοποιείται κυρίως για την άρδευση των γεωργικών καλλιεργειών.
Οι λίμνες Υλίκη και Παραλίμνη καθώς και οι κλειστοί αγωγής προσαγωγής νερού από Υλίκη και Μόρνο προστατεύονται θεσμικά με Υγειονομική Διάταξη «περί προστασίας των νερών για την ύδρευση της πρωτεύουσας» κυρίως όσον αφορά την εγκατάσταση βιοτεχνιών και βιομηχανιών από 1.500-5.000 μέτρα (απόφαση Υπουργών Εσωτερικών και Υγείας-Πρόνοιας Α5/2280/Α.Φ. 720/13 Δεκ, 1983). Μία σειρά άλλων διατάξεων στοχεύουν στον περιορισμό δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη διάθεση υγρών αποβλήτων και το στάβλισμα ζώων. Το 2015 οι περιορισμοί αυτοί με σχετική νομοθεσία χαλάρωσαν και έγιναν λιγότερο αυστηροί.
Στην περιοχή της Υλίκης έχουν καταγραφεί τα εξής είδη πανίδας:
Θηλαστικά:
Lutra lutra (Βίδρα)
Πτηνά:
Acrocephalus arundinaceus (Τσιχλοποταμίδα)
Actitis hypoleucos (Ποταμότριγγας)
Alcedo atthis (Αλκυόνα)
Alectoris graeca (Πετροπέρδικα)
Anas platyrhynchos (Πρασινοκέφαλη)
Anas querquedula (Σαρσέλα)
Aquila chrysaetos chrysaetos (Χρυσαητός)
Ardea cinerea (Σταχτοτσικνιάς)
Ardea purpurea (Πορφυροτσικνιάς)
Ardeola ralloides (Κρυπτοτσικνιάς)
Athene noctua (Κουκουβάγια)
Cettia cetti cetti (Ψευταηδόνι)
Circaetus gallicus (Φιδαητός)
Circus aeruginosus (Καλαμόκιρκος)
Coracias garrulus (Χαλκοκουρούνα)
Coturnix coturnix (Ορτύκι)
Egretta alba (Αργυροτσικνιάς)
Egretta garzetta (Λευκοτσικνιάς)
Erithacus rubecula rubecula (Κοκκινολαίμης)
Falco eleonorae (Μαυροπετρίτης)
Falco peregrinus peregrinus (Πετρίτης)
Falco tinnunculus (Βραχοκιρκίνεζο)
Galerida cristata caucausica (Κατσουλιέρης)
Gallinago gallinago (Μεκατσίνι)
Gallinula chloropus (Νερόκοτα)
Gelochelidon nilotica (Γελογλάρονο)
Hieraaetus fasciatus (Σπιζαητός)
Hirundo daurica rufula (Δεντροχελίδονο)
Ixobrychus minutus (Μικροτσικνιάς)
Larus ridibundus (Καστανοκέφαλος γλάρος)
Luscinia megarhynchos (Αηδόνι)
Motacilla alba alba (Λευκοσουσουράδα)
Motacilla cinerea (Σταχτοσουσουράδα)
Nycticorax nycticorax (Νυχτοκόρακας)
Otus scops (Γκιώνης)
Pernis apivorus (Σφηκιάρης)
Philomachus pugnax (Μαχητής)
Phoenicurus ochruros (Καρβουνιάρης)
Plegadis falcinellus
Podiceps cristatus (Σκουροβουτηχτάρι)
Sterna hirundo (Ποταμογλάρονο)
Tringa erythropus (Μαυρότριγγας)
Tringa glareola (Λασπότριγγας)
Upupa epops epops (Τσαλαπετεινός)
Ψάρια:
Aristichthys nobilis (Μαρμαροκυπρίνος)
Luciobarbus ή Barbus graecus (Σκαρούνι), ενδημικό της περιοχής
Ctenopharyngodon idella (χορτοφάγος Κυπρίνος)
Telestes ή Pseudophoxinus beoticus (Πασκοβίτσα), ενδημικό της περιοχής
Pelasgus ή Pseudophoxinus stymphalicus (Ντάσκα), ενδημικό των Βαλκανίων
Rutilus ylikiensis (Χερακούβα ή Δρομίτσα), ενδημικό της Ελλάδας
Scardinius graecus (Καλαμίθρα ή Χιόνα), ενδημικό της Υλίκης
Anguilla anguilla (Χέλι).
Στην περιοχή έχει καταγραφεί ότι ζει ένας γενετικά τροποποιημένος πληθυσμός του νερόφιδου Natrix tesselata.
Επίσης στην περιοχή έχει καταγραφεί πλούσια ασπόνδυλη υδρόβια και άλλη πανίδα (π.χ. σε σπήλαια το ενδημικό κολεόπτερο Laemostemus vignai).
Πριν από την έναρξη της εκμετάλλευσης του νερού της Υλίκης για την ύδρευση της Αθήνας, η λίμνη είχε μία αρκετά σταθερή στάθμη και διέθετε πλούσια υδρόβια βλάστηση. Κάτω από τις συνθήκες αυτές η βιολογική παραγωγικότητα της λίμνης ήταν μεγάλη και οι γηραιότεροι ψαράδες ισχυρίζονται ότι οι ημερήσιες αποδόσεις ήταν της τάξης των 200-300 kg ανά ψαρά. Κατά τις εκτιμήσεις των ίδιων ψαράδων η ημερήσια παραγωγή όλων των ψαράδων ήταν 3-4 τόνοι, και η ετήσια υπερέβαινε τους 500 τόνους. Τα αλιεύματα αποτελούνταν κυρίως από κυπρίνο και χερακούβα, που διατίθεντο σχετικά εύκολα στα γύρω χωριά και στις αγορές της Λάρισας και της Θεσσαλονίκης. Επισημαίνεται ότι τα δεδομένα αυτά είναι πολύ πιθανό να περιέχουν το στοιχείο της υπερβολής.
Μετά τη εγκατάσταση των αντλιοστασίων άρχισε η διακύμανση της στάθμης και δημιουργήθηκε έντονη αστάθεια στο σύστημα. Αν και σπάνια πλέον γίνεται απόληψη υδρευτικού νερού από την Υλίκη, οι γεωτρήσεις σε γύρω περιοχές και οι έντονες διακυμάνσεις της απορροής του Βοιωτικού Κηφισού (εξαιτίας εποχιακών απολήψεων αρδευτικού νερού) συντηρούν την αστάθεια, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αποτέλεσμα των οικολογικών αυτών διαταραχών ήταν η ελάττωση της ιχθυοπαραγωγικότητας του συστήματος, που σε συνδυασμό με την εισαγωγή πεταλούδας (Carassius auratus gibelio) και τη μείωση του αγοραστικού ενδιαφέροντος για ψάρια γλυκού νερού, προκάλεσε μία σημαντική ελάττωση της αλιευτικής προσπάθειας και της παραγωγής. Πάντως, πολύ αρνητική επίδραση στην τοπική αλιεία είχε η εισαγωγή πεταλούδας, που πρωτοεμφανίστηκε στην περίοδο 1985-90, και πιθανώς είναι αποτέλεσμα ενός αυτοσχέδιου εμπλουτισμού.
Επιφάνεια στη στάθμη υπερχείλισης
24,5 τετραγ. χιλιόμετρα
Επιφάνεια λεκάνης απορροής
2.467 τετραγ. χιλιόμετρα
Μέγιστο Βάθος
38,5 μέτρα
Μέσο Βάθος
28,8 μέτρα
Ανάπτυγμα ακτών
50 Km
Μεγαλύτερο Μήκος
11 Km
Μεγαλύτερο Πλάτος
6 Km
Μέση βροχόπτωση
648 χιλ./έτος (τυπ. απόκλιση 165 χιλ./έτος)
Μέση εισροή
300 εκατ. κ.μ. νερού/έτος
Μέση εκροή
113 εκατ. κ.μ. νερού/έτος
Με φυσική στάθμη
Υπερχείλιση (προς Παραλίμνη): + 78,10 μέτρα από τη στάθμη της θάλασσας
Μέγιστη χωρητικότητα
553 εκατ. κ.μ. νερού
Μέγιστος ωφέλιμος όγκος
543 εκατ. κ.μ. νερού
Με τεχνητή στάθμη
Υπερχείλιση (προς Παραλίμνη): + 79,80 μέτρα από τη στάθμη της θάλασσας
Μέγιστη χωρητικότητα
600 εκατ. κ.μ. νερού
Μέγιστος ωφέλιμος όγκος
590 εκατ. κ.μ. νερού
Κατώτατη στάθμη υδροληψίας
+ 43,50 μέτρα από τη στάθμη της θάλασσας
Η λίμνη της Υλίκης αποτελούσε μαζί με την Παραλίμνη και την Κωπαΐδα, πριν από τις Μεταδιλουβικές γεωλογικές περιόδους, μία ενιαία λεκάνη. Σχηματίστηκαν αρχικά μέσα σε τεκτονικές τάφρους-βυθίσματα και στη συνέχεια, η διαμόρφωση των δύο αυτών λιμνών οφείλεται στην καρστική διάβρωση των ασβεστολιθικών πετρωμάτων της περιοχής. Εξάλλου, άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι δύο αυτές λίμνες δημιουργήθηκαν από εγκατακρήμνιση των οροφών μεγάλων ασβεστολιθικών σπηλαίων, συνέπεια της διάλυσης (καρστικοποίηση) των ασβεστολίθων της περιοχής. Αυτά συνδέονταν υπόγεια με αγωγούς οι οποίοι προέρχονται από τη διαλυτική ενέργεια του νερού πάνω στα πετρώματα της περιοχής και επικοινωνούν και με την περιοχή της Κωπαΐδας στα νοτιοδυτικά και με την περιοχή του Ευβοϊκού κόλπου στα βορειοανατολικά.
Η θέση αυτών των λιμνών, σε χαμηλή περιοχή μεταξύ μεγάλων υψωμάτων, δημιουργεί την υπόθεση ότι αυτές βρίσκονταν στην κατεύθυνση του παλαιού βοιωτικού Κηφισού ποταμού, ο οποίος διέσχιζε το ενιαίο Φωκικό-Βοιωτικό βύθισμα, πριν από το σχηματισμό της μεγάλης λεκάνης της Κωπαΐδας. Με την δημιουργία της λεκάνης της Κωπαΐδας, διαμορφώνεται ο Κηφισός ποταμός και σχηματίζεται η λίμνη της Κωπαΐδας, ενώ στη κατεύθυνση του παλαιού Βοιωτικού Κηφισού (ανατολικά της Κωπαΐδας), δημιουργούνται οι βοιωτικές λίμνες Υλίκη και Παραλίμνη.
Η χωρητικότητά της λίμνης Υλίκης είναι 500-600 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό, αλλά δέχεται μόλις 250 με 300 εκατομμύριακυβικά μέτρα. Από αυτά, μόλις τα μισά φθάνουν στο δίκτυο ύδρευσης (όταν σε περίπτωση ανομβρίας χρησιμοποιούνται), γιατί τα υπόλοιπα διαφεύγουν από τις καταβόθρες και ρωγμές που έχει ο πυθμένας της Υλίκης.
Για την ποιότητα των νερών της ελέγχεται από την ΕΥΔΑΠ, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των κοινοτικών Οδηγιών 75/440/ΕΕC και 76/464/EEC και της εναρμονισμένης Εθνικής νομοθεσίας.
Σε διατριβή του 2007 μελετήθηκαν τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά της λίμνης σε ολόκληρη τη στήλη του νερού.
Από θερμοκρασιακή άποψη η λίμνη εντάσσεται στην κατηγορία των θερμών μονομικτικών λιμνών, καθώς παρουσιάζει θερμοκρασιακή στρωμάτωση μία φορά κάθε έτος και με θερμοκρασία στην επιφάνειά της περίπου 300C, ενώ όλο το υπόλοιπο έτος η θερμοκρασία της είναι υψηλότερη από τους 40C. Ειδικότερα, κατά την εαρινή περίοδο καταγράφηκαν θερμοκρασίες στην επιφάνεια 15.9-18.20C, στον πυθμένα
8.6-8.30C αντίστοιχα, την καλοκαιρινή περίοδο στην επιφάνεια 24.1-31.30C, στον πυθμένα 8.0-11.20C, τη φθινοπωρινή περίοδο στην επιφάνεια 28.1-28.30C, στον πυθμένα 8.4-11.90C, ενώ τη χειμερινή περίοδο στην επιφάνεια 8.6-11.60C, στον πυθμένα 8.2-9.50C. Σημειώνεται ότι οι καιρικές συνθήκες (π.χ., βροχόπτωση, ισχυρός άνεμος), αλλά και η λειτουργία ή μη της υδροληψίας (απόληψη ύδατος και ρυθμός), καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την κατανομή της θερμοκρασίας σε ολόκληρη την υδάτινη στήλη και τις επιμέρους ιδιαιτερότητές της. Και το pH της λίμνης, όπως και η θερμοκρασία στην υδάτινη μάζα της λίμνης, δεν παραμένουν σταθερή, αλλά μεταβάλλονται χωρικά και χρονικά, καθώς η μεταβολή του pH είναι ένα σύνθετο αποτέλεσμα φυσικών μεταβολών και χημικών διεργασιών.
Η φυσική λίμνη Υλίκη, θεωρείται ως προς την τροφική της κατάσταση, μία ολιγοτροφική και κατά περιόδους μεσοτροφική λίμνη, με πολύ μικρή περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα, αλλά και με εξαιρετική ποιότητα νερών, ως προς τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά της.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΝαιΠολιτική απορρήτου